γέροντας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γέροντας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γέροντας ὁ, κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) γέροdας πολλαχ. γέρουντας βόρ. ἰδιώμ. γέρουdας Στερελλ. (Σπάρτ. κ.ἀ.) γέρονdας Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) γέρουνdας Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ. Κυδων. έροdας Ἤπ. (Χιμάρ.) Κρήτ. (Μύρθ. κ.ἄ.) ᾽έροντας Ἰκαρ. ᾽έροdας Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) ᾽ερουντας Μακεδ. (Βελβ.) γέουdας Σαμοθρ. γεροντᾶς Πόντ. (Ἴμερ. Ἰνέπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Πληθ. γερόντοι πολλαχ. καὶ Καππ. Ποντ. γερόdοι Ἐρεικ. Κύθν. Κρήτ. (Χαν. κ.ἄ.) Μακεδ. (Καστορ.) Μέγαρ. γερόντ᾽ Πόντ. Στερελλ. (Ἀστακ.) γιρόντ᾽ βόρ. ἰδιώμ. γέροντοι Πόντ. γέροντ᾽ Πόντ. γέροdες Ἄνδρ. γέροδες Βιθυν. (Κουβούκλ.) γέρουντες Μακεδ. (Χαλκιδ.) ᾽έοdες Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γεροντᾶδες Θρᾴκ. (Μέτρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Παγγ.) Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) γεροντᾶδς Πόντ. γερουντᾶδις Θεσσ. (Χάσ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Μακεδ. (Πηγαδίτσ. κ.ἀ.) γιρουdᾶδις Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σουφλ. κ.ἀ.) Κυδων. Στερελλ. (Φθιῶτ. κ.ἀ.) γεροντάδοι Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) γεροντᾶδ᾽ Πόντ. γεροdῆδες Κρήτ. Θηλ. γερόντισσα κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γερόνdισσα Μακεδ. (Βόιον) γερόdισσα πολλαχ. γερόd᾽σσα Μύκον. γιρόντ᾽σσα βόρ. ἰδιώμ. γερόdισ-σα Κύπρ. γερόd-dισσα Ἤπ. (Ζαγόρ.) γεροντίνα Ἠπ. Κεφαλλ. – Κ. Μαρίν., Ν. Ἑστ. 15 (1936), 160. Α. Οἰκονομίδ., Τραγούδ. Ὀλυμπ., 62 Passow, Carm. popolar., 220, 8 γεροντοῦ Κύπρ. (Γερμασ.) Πληθ. γεροντοῦδες Κύπρ. (Γερμασ.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βυζαντ. οὐς. γέροντας καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ ἀρχ. γέρων. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ. καὶ Σομ. Ὁ τύπ. γεροντᾶς ἐκ τοῦ πληθ. γεροντᾶδες. Βλ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 2, 17, 58. Διὰ τὸν σχηματισμὸν τοῦ τύπ. γιˬόρος πβ. γέμα > γιˬόμα. Ὁ τύπ. γριόντισσα κατ᾽ ἐπίδρασιν τῆς λ. γριά.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ γέρων, ὁ προβεβηκυίας ἡλικίας ἀνὴρ καὶ θηλ. ἡ γραῖα κοιν. καὶ Καππ.: Καλημέρα, γέροντα κοιν. Γειˬά σου, γερόντισσα. Εἶναι καλὴ γερόντισσα κοιν. Γιρόντ᾽σσα ἡ καημέ᾽ κὶ δὲ μπουρεῖ νὰ πιρπατήσ᾽ βόρ. ἰδιώμ. Τ᾽ν ἄ᾽ μέρα κούτσα-κούτσα ἦρθι κιˬ οὑ γἐρουντας Σάμ. Οἱ γιρόντοι θὰ σ᾽ ποῦν παρ᾽ μίις Μακεδ. (Καστορ.) Τὰ παλαιϊκὰ τραγούδιˬα τὰ ξέρουν οἱ πιρασμένις, οἱ γιρόντισσις Μακεδ. (Βόιον) Σοῦ μιλεῖ καὶ θαρεῖς πὼς τὰ λόγιˬα τζη εἶναι γερόdω Κρήτ. (Μαλάκ.) Εἶνι γιρὸς γέρουντας, άλλουτισ᾽νὸ κόκκαλου (ἀλλουτισ᾽νὸ = παλαιὸν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γί᾽κι ἄμουρος οὑ γέρουντας ἀπουκεῖ (ἄμουρος = ἄφαντος) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βρακοζώ᾽ εἶχαν παλιˬὰ οἱ γερόντ᾽ ᾽ς τὰ σώβρακα Στερελλ. (Ἀστακ.). Οἱ γερόdισσες μὰς λέανε: Μωρή, φάε μιὰ σταλιˬὰ μούχλα, νὰ κάμῃς χρουσᾶ μαλλιὰ Ἵος. Κάναμε οὕλοι βάρδια ἀπόψε γιˬα dὸ δὲν τὸν θυμῶνται οἱ γεροντότεροι Ἤπ. Ἔ ρὲ Θάνο, μὲ τὸ χιˬόνι μᾶς ἦρθες, τοῦ εἶπε ὁ γεροντότερος ὁ Κίτσος Μπάτσος Δ. Βουτυρ., Ἐπανάστ. ζῴων, 150. Δίχως νὰ παραξενευτῇ οὔτε τ᾽ ἀφτὶ παλιˬᾶς ἀκόμα κ᾽ ἑκατοχρονίτισσας γεροντίνας Κ. Μαρίν., ἔνθ᾽ ἀν. || Παροιμ. Γερόντων ἔπαιρνε βουλὴ κιˬ ἀνθρώπω μαθημένω, | ἀπού ᾽χουνε πολὺ ψωμὶ κιˬ ἁλάτσι φαωμένο (πάντοτε εἴναι ὠφέλιμον νὰ ἀκούῃ τις τὰς συμβουλὰς τῶν πολυπείρων γερόντων) Σῦρ. κ.ἀ. Πᾶρε τοῦ γέροdος βουλή, τοῦ παιδεμένου γνώμη (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κεφαλλ. Ὅποιˬος δὲν ακούει γερόdου πάει δερνόdου (ὁ παρακούων τὰς συμβουλὰς τῶν γερόντων ἀτυχεὶ) Κύθηρ. Μέγαρ. Ὅποιˬος δὲν ἀκούει γέροdας πάει δέρνοdας (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. Ὁποὺ δὲν ἀγροικᾷ γερόντων καθίζει κλαιόντων (συνών. μὲ τὴν προγουμ.) Τῆλ. Ὅποιˬος δὲν ἔχει γέροντα, νὰ δίνῃ ν᾽ἀγοράζῃ (αἱ συμβουλαὶ τῶν γερόντων εἶναι πολύτιμοι καὶ διὰ τοῦτο ἡ παρουσία των ἀπαραίτητος) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ. 2, 207, 443. Οὑ γέρουντας κιˬ ἄν στουλίζιτι, ᾽ς τοὺν ἀνήφουρου γνουρίζιτι (εἰς οὐδὲν ὠφελοῦν αἱ ἐπιδείξεις καὶ καυχησιολογίαι τῶν γερόντων) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Εἶδες γἐροντα λουλόν; τό ᾽ἀπὸ τὰ νιˬᾶτα του (ὁ γέρων φέρει ἐκ νεότητός του τὰ ἐλαττώματα) Μακεδ. Ὁ ὕπνος τρέφει τὸ παιδὶ κι ὁ ἥλιος τὸ μοσκάρι | καὶ τὸ κρασὶ τὸ γέροντα τὸν κάνει παλληκάρι (ἡ χρῆσις τοῦ οἴνου δίδει δύναμιν εἰς τὸν γέροντα) πολλαχ. Ὁ γιˬὸς τοῦ Κώστα γέροντας κιˬ ὁ Κώστας παλληκάρι (ἐπὶ γερόντων ἀποκρυπτόντων τὴν ἡλικίαν των) Ζάκ. Τῶν γερόντων τὰ παιχνίδιˬα | σὰν νερόβραστα κρεμμύδιˬα (αἱ ἐρωτικαὶ θωπεῖαι δὲν ἁρμόζουν εἰς τοὺς γέροντας) Κεφαλλ. Στερελλ. (Ἀρτοτ. Δωρ.) Τοῦ γερόdου τὰ κανάκιˬα | σὰ νερόβραστ σπανάκιˬα Λευκ. Τοῦ γέροdα καὶ τοῦ παιδιˬοῦ ποτὲ καλὸ μὴ κάμῃς (τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ οἱ γέροντες εἶναι ἀχάριστοι) Λευκ. || ᾌσμ. Παίρνει γερόντους γιˬὰ τιμὴ καὶ νιˬοὺς γιὰ τὰ τραγούδιˬα (έννοεῖται ὁ χάρος, ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Οἰν.). Μουρὴ γριά-γριόντισσα, δὲ ξέρ᾽ς πὼς θὰ πιθάνῃς; γιὰ δῶσι μας πέντ-ἕξιˬ ἀβγά, νὰ σ᾽χουρηθῇ ἡ ψυχή σου (ἐκ παιδικοῦ ᾄσμ ᾀδομένου κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Λαζάρου) Ἤπ. (Ζαγόρ.). Σὶ μιγάλου ἴσιˬουμα | φύτρουσ᾽ ἕνας ἔλατους, κιˬ ἀπουκάτ᾽ τοὺν ἔλατου | κάθιτ᾽ ἕνας γέρουdας Μακεδ. (Δεσπότ.). Βάλι τοὺς νιˬοὺς καὶ σκάψι μι, γιρόντους κλάδιψέ μι Στερελλ. (Γραν.) Δὲν τηρᾷς, βρὲ γέρουντα, | π᾽ ἔσκασα χουρεύουντα Στερελλ. (Παρνασσ.) Ἰγὼ οὑ μαὐρους γέρασα κὶ πέσαν τὰ φτιρά μου, κὶ μὶ φουνάζου γέροντα κὶ μὶ φουνάζουν γέρου Στερελλ. (Κολάκ.) Μὲ τὸν ἀέρα τὸ πουλλί, μὲ τὸ νερὸ τὸ ψάρι, μὲ τὸ κρασὶ ὁ γέροντας γίνεται παλληκάρι Κρήτ. (Μόδ.) Νὰ δῶ ἀρχόντους καὶ φτωχοὺς καὶ νιˬοὺς καὶ γερουντᾶδες Θρᾴκ. Ἐσὺ᾽ς σὸν ᾼδην᾽ κ ἔπρεπες, ᾽ς σὸν ᾼδην ντ᾽ ἔργον εἶχες; ᾽Σ σὸν ᾼδην πρέπ᾽νε γἐροντοι καὶ ταλαιπωρημένοι (μοιρολ.) Πόντ. Ἡ σμ. καὶ Βυζαντ. 2) Ἐπὶ τέκνων, ὁ ἡλικιωμένος πατὴρ καὶ θηλ. ἡ ἡλικιωμένη μήτηρ (ἐνίοτε θωπευτικῶς καὶ οἱ σχετικῶς νέοι γονεῖς) σύνηθ. καὶ Τσακων.: Μοῦ τό ᾽πε ὁ γέροdας μου Ἰθάκ. Εἴχαμι τὴ γριˬὰ ᾽χαμνά, φάσκιˬουσι κιˬ οὑ γέρουντας (᾽χαμνὰ = ἄρρωστη, φάσκιουσι = ἀρρώστησε) Μακεδ. Χαρὲς οἱ γερόdοι πλέος Μέγαρ. Μιˬὰ βουλὰ κ᾽ ἕναν κιρὸ ἤτανι μιˬὰ γριὰ κ᾽ ἕνας γέρουντας κ᾽ εἴχανι μιˬὰ κουπέλα (έκ παραμυθ.) Στερελλ. (Ἀστακ.) || Παροιμ. Τὰ πιδιˬὰ τρῶν᾽ τὰ ξ᾽νὰ κ᾽ οἱ γιρόντ᾽ μουδιˬάζ᾽νι (τὰ σμάλματα, τὰς ἀπερισκεψίας τῶν τέκνων πληρώνουν οἱ γονεῖς) Στερελλ. (Φθιῶτ. Ὑπάτ.) Τὰ παιδιˬὰ τρῶν᾽τὰ ξ᾽νὰ κὶ τοῦν γιρόντου μουδιˬάζ᾽νι τὰ δόντιˬα (συνών. πρὸς τὴν προηγουμ.) Ἥπ. (Ζαγόρ.) β) Ὁ πενθερὸς καὶ θηλ. ἡ πενθερὰ εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ Νάξ. (Ἀπυρανθ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ.) : Ὦ ᾽ερόdισσα, καλ᾽ ἔα καὶ τοῦ όου σου νὰ πᾶμε bέρα Ἀπύρανθ. 3) Ὁ γηραιότερος καὶ, ὀπωσδήποτε, ὁ ἀνεγνωρισμένος ἀρχηγὸς μιὰς οἰκογενείας, ὑπὸ τὴν εὐρεῖαν ἔννοιαν τῆς «γενεᾶς» ἢ «σειριˬᾶς» Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἕνας γέροdας ᾽ς τὰ Κουρικιˬάνικα (ἀρχηγὸς τῆς οἰκογενείας Κουρικιάνων). Πβ. γεροντικὸς Β2. Ὁ γέρων, ὅστις χρησιμοποεῖται ὡς διατητὴς διὰ τὴν ἐξομάλυνσιν διαφορᾶς ὑφισταμένης μεταξὺ δύο οίκογενειῶν Πελλοπν. (Κίτ. Μάν.) : Ἐbήκασι γεροdᾶδες γιˬὰ νὰ γίνῃ ψυχικὸ (διὰ τὴν διευθέτησιν διαφορᾶς ἕνεκα φόνου). Πβ. γεροντικὸς Β2β. γ) Οἱοσδήποτε παίζων τὸν ρόλον τοῦ διατητοῦ, τοῦ μεσολαβητοῦ Ἤπ. (Παλάσ. Χιμάρ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Σὲ βάλασι γέροdα, ποὺ ἀνακατεύεσαι; Κίτ. Μάν. Κάνει τὸ γέροdα ἕνας λωβός, ποὺ δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ζουστῇ αὐτόθ. Θὰ βάλωμε γερόντους νὰ λύσουν τὴ διˬαφορὰ Χιμάρ. 4) Ἐπί συζύγων προκεχωρημένης ἡλικίας, ὁ σύζυγος καὶ θηλ. ἡ σύζυγος σύνηθ.: Πέθανε ὁ γέροντάς μου σύνηθ. Ὥς τότι δὲ μαρτύρησι ντὶπ οὔτι ᾽ς τοὺ γέρουντὰ της οὔτι ᾽ς τοὺ ἴδιˬου τοὺ πιδὶ της Στερελλ. (Κεφαλόβρ.) Ἀπὸ τότε ποὺ τὸ bῆρα τὸ γἐροdά μου, κακὸ λόγο δὲ μοῦ ποὺ ᾽πε Ἰθάκ. Ἄ, γερόντισσά μου! Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Τὶ λές, γερόντισσα; αὐτόθ. Τὸ εἶπε ὁ γέροντας μου Ἤπ. (Τσαμαντ.) 5) Ὁ ἱερωμένος οἱουδήποτε βαθμοῦ, ἰδίως ὁ ἡλικιωμένος πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. κ.ἀ.) Πόντ.: Δῶσ᾽ μας τὴν εὐκή σου, γέροdα Κρήτ. Σήμερα, γέροdα, δὲ δυνάζ᾽μαστε νὰ πλερώσωμε τὰ κανο᾽κὰ σ᾽ (πρὸς ἀρχιερέα) Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Τὴν εὐκή σου, γέροντα (πρὸς ἀρχιρέα) Θρᾴκ. Εὔβ. (Ἄκρ.) Προσκυνῶ, γέροντα! Προπ. (Ἀρτάκ.) Νὰ ἰδοῦμε τί λέει κιˬ ὁ γέροdας (περὶ ἱερέως ἢ μοναχοῦ) Θήρ. || Παροιμ. φρ. Τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα δι᾽ ἐμὲ τὸν γέροντα (ἐπὶ φιλαργυρίας τῶν κληρικῶν) πολλαχ. β) Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Κεφαλλ. Σκῦρ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Μιχαὴλ Ἀκομινάτου τοῦ Χωνιάτου, Τὰ Σωζόμενα (ἔκδ. Σ. Λάμπρου) 2, 128 «τῷ γέροντι τῆς Μονῆς τοῦ Κομνηνοῦ, κυρ Ἀθανασίῳ» γ) Μοναχὸς μονῆς, εἰς ὅν ἀπονέμεται ὁ βαθμὸς οὗτος διά τινος τυπικῆς ἐκκλησιαστικῆς τελετῆς Ἄθ. Συνών. μικρογέροντας. δ) Μοναχὸς ἀποτελῶν μέλος τοῦ ἠγουμενικοῦ συμβουλίου τῆς μονῆς Ἄθ. ε) Μοναχὸς προκεχωρημένης ἡλικίας ἔχων ὐπὸ τὴν προστασίαν του ἕνα ἢ περισσοτέρους δοκίμους μοναχούς, ὑφ᾽ ὧν ἀποκαλεῖται «γέροντας» εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ Ἄθ. στ) Μοναχὸς προϊστάμενος κελλίου ἢ σκήτης, ἐπέχων θέσιν οἰκογενειάρχου πρὸς τοὺς ὑπ᾽ αὐτὸν ὀλίγους μοναχούς. Μετὰ τὸν θάνατόν του κληρονομεῖ τὴν περιουσίαν του καὶ τὸν τίτλον ὁ δεύτερος μετ᾽ αὐτὸν καὶ πρῶτος εἰς τὴν σειρὰν τῶν ὑφισταμένων Ἅθ. ζ) Κατὰ πληθ., οἱ γέροντες, οἱ δώδεκα πρωτόθρονοι Μητροπολῖται τοῦ κλίματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, οἱ ἀποτελοῦντες μέχρι τοῦ 1860 τὴν ἐνδημοῦσαν Σύνοδον αὐτοῦ Κωνπλ. 6) Γέροντας ἐπίσης λέγεται ὁ πρόκριτος, ὁ προεστώς, ὁ δημογέρων χωρίου καὶ κατὰ πληθ. οἱ γέροντες, τὸ συμβούλιον τῶν δημογερόντων, ἡ δημογεροντία (ἡ χρῆσις ἦτο εὐρυτέρα κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν) ἐνιαχ. καὶ Καππ.: Βγῆκι φέτου γέρουdας Ἴμβρ. Γυρεύγανα ἀπ᾽ τὸ βασιλὲ νὰ διˬώξ᾽ τ᾽ς γἐροdες π᾽ εἴχενα κοdά τ᾽ Βιθυν. (Κατιρλ.) || Παροιμ. Δώδεκα σπίτιˬα, δεκατρεῖς γερόντοι (ἐπὶ τῆς φιλαρχίας τῶν χωρικῶν) Ἤπ. || ᾎσμ. Ἀνάθεμά σας, γέροντες, γέροντες Λεπενιˬῶτες, ποὺ στείλαταν τὰ γράμματα κ᾽ έστεῖλαν τὰ μαντᾶτα Ἤπ. Πιάνουν καὶ κάνουν μιˬὰ γραφὴ παππᾶδες καὶ γερόντοι Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Εἴχασι νιˬοὺς γιὰ τ᾽ ἄρματα, γέρους νὰ συμβουλεύγου καὶ γεροdᾶδες κιˬ ἄρχοdες ἄξιˬους νὰ δασκαλεύγου Κρήτ. Τρεῖς γερουντᾶδες κάθουνταν σὲ νιˬὰ χρυσῆ ταβέρνα Μακεδ. (Πηγαδίτσ.) Θὰ καλέσω γεροdᾶδες, | νὰ σκουπίζουν τοὺς ὀdᾶδες, Θὰ καλέσω τοὺς πασᾶδες, | νὰ σκουπίζου dοὺς ταβλᾶδες Θρᾴκ. (Μέτρ.) Πᾶνε γερὀντοι᾽ς τὸν πασᾶ πᾶνε νὰ προσκυνήσουν, πᾶν᾽ τὰ Ντεληγιˬαννόπουλα κιˬ αὐτὸς ὁ κύρ-Κανέλος Πελοπν. (Δίβρ.) Π᾽ ἀνάθιμα τοὺς γέρουdις κὶ τοὺς κουτζαbαζῆδες ποὺ γράφουνε τὰ γράμματα κὶ στέλνουν᾽ς τοῦ Νασιˬούλα Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ἰκεῖ κάθουdι γέρουdις, γιρόdοι κὶ παππᾶδις Θεσσ. (Ἀνατολ.) Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Μαχαιρ. (ἔκδ. R. Dawkins) 1, 532 «τότε ὁ τοποκράτωρ τοῦ μεγάλου μαστόρου καὶ οὗλου οἱ πρῶτοι γέροντες καὶ ὅλη ἡ χώρα ἀναμίκτηκεν». Συνών. κοτζάμπασης, προεστώς, πρωτόγερος. β) Θηλ. γεροντῖνα, ἡ σύζυγος τοῦ δημογέροντος Ἤ῀ - A. Passow, Popular. carm., 220, 8. Α. Οἰκονομίδ., Τραγούδ. Ὀλύμπ., 62: ᾎσμ. Κλαίουν μαννοῦλες γιˬὰ παιδιὰ καὶ τὰ παιδιὰ γιˬὰ μάννες, κλαίει καὶ μιˬὰ νοικοκυρά, ἡ πρώτη γεροντῖνα Α. Οἰκονομίδ., ἔνθ᾽ ἀν. Β) Μεταφ. 1) Παιδιὰ καθ᾽ ἣν παιδίον, ὑποδυόμενον γέροντα, ἀσχολούμενον εἰς τὴν ἀνεύρεσιν θησαυροῦ, καταδιώκει τοὺς ἐνοχλοῦντας αὐτό. Ὁ συλλαμβανόμενος ὑποχρεοῦται νὰ μεταφέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων του τὸ ὑποδυόμενον τὸν γέροντα παιδίον μέχρι τοῦ σημείου, ὅπου ἔσκαπτε Στερελλ. (Λαμ.) 2) Τὸ φυτὸν Ὑοσκύαμος ὁ μέλας (Hyoscyamus niger) τῆς οἰκογεν. τῶν Στρυχνωδῶν (Solanaceae), τῆς τάξ. τῶν Σωληνανθῶν (Tubiflorae). Συνών. βλ. εἰς λ. γεροντάκι 3. 3) Κατὰ πληθ. γέροντες, εἶδος φαγητοῦ, τὸ ὁποῖον παρασκευάζεται ἐκ σίτου ἐρεβίνθων, φασιόλων καὶ κυάμων βραζομένων ἀναμὶξ Α. Κρήτ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γέροντας Ἀθῆν. Κεφαλλ. Σίφν. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γέροντας Ἀγαθον. Εὔβ. Θεσσ. (Μαγνησ.) Ἰων. Σμύρν. Ἰκαρ. Καρ. (Γέροντ.) Κύπρ. Ρόδ. Σκίαθ. Τοῦ Γέρονdα Ἀστυπ. ᾽Ζ τ᾽ Γέουουdα Σαμοθρ. Γερόdοι Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/