γεροντεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεροντεύω ἀμάρτ. γιρουντεύου Μακεδ. (Βογατσ.) γεροντεύγω Χίος.

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. γεροντεύω.

Σημασιολογία

1) Ἀσκῶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ δημογέροντος, εἶμαι δημογέρων Χίος. 2) Εὐρίσκομαι εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν Μακεδ. (Βογατσ.) : Παροιμ. Ξένα βάσανα μᾶς γιράζ᾽νι κὶ τὰ δ᾽κά μας γιρουντεύ᾽νι (ἐπὶ τῶν περισπωμένων εἰς ξένας φροντίδας, ἀμελούντων δὲ τὰς ἰδικάς των).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/