γεροντιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεροντιˬάζω πολλαχ. γεροντιˬάω Αἴγιν. γεροντιˬῶ Πόντ. γεροdιˬάζω Ἤπ. (Χιμάρ.) γεροντιˬάζου Εὔβ. (Βρύσ. κ.ἀ.) γιρουντιˬάζου Μακεδ. (Καταφύγ.) γεροdιˬάζ-ζου Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ. κ.ἀ.) γεροτιˬάζω Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) γεροδιˬάζω Θήρ. (Οἴα) γεροντζιˬάζω Πελοπν. (Λακεδ.) –Λεξ. Βλαστ. 58, Δημητρ. γερουτζιˬάζω Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) γεροτζάζω Κρήτ. (Σητ.) γερονdάd-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) Μετοχ. γεροντιˬασμένος πολλαχ. γιρουντιˬασμένους Εὔβ. (Στρόπον.) γεροdζιˬασμένος Πελοπν. (Λακεδ.) γεροτιˬασμένος Α. Ρουμελ. (Φιλιπούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. γεροντιάω. Οἱ τύπ. γεροντιˬάζω καὶ γεροντζιˬάζω καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Μετβ., καθιστὼ τινα γέροντα, τοῦ προκαλῶ τὸ γῆρας Αἴγιν.: Παροιμ. Οἱ λύπες κόβουν γόνατα κ᾽ ἡ πεῖνα γεροντιˬάει (ἐπὶ τοῦ προώρως γηράσαντος ἕνεκα στερήσωεν ἢ στενοχωριῶν) Τὸ φαΐ κάνει φανὴ κ᾽ ἡ πεῖνα γεροντιˬάζει (φανὴ = καλὴ ἐμφάνισις, εὐρωστία· ἡ καλὴ τροφῆ καθιστᾷ εὔρωστον καὶ ὡραῖον τὸν ἄνθρωπον, ἐνῷ ἡ στέρησις τὸν γηράσκει προώρως) 2) Ἀμτβ., ἀρχίζω νὰ γηράσκω, καθίσταμαι γέρων Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θήρ. Καλαβρ. (Μπόβ.) – Λεξ. Βάιγ. Βλαστ. 58, Δημητρ. Συνών. γεροντιˬαίνω 2, γεροντίζω. β) Παρουσιάζω ἐμφάνισιν γέροντος, πάσχω ἐκ καχεξίας Εὔβ. (Βρύσ. Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ. Στρόπον. κ.ἀ.) –Λεξ. Δημητρ.: Δὲν τὸ βλέπεις ποὺ γερόντιˬασε (ἐνν. τὸ παιδὶ) Βρύσ. Γερόντιˬασε ἀπὸ τὴν κακοπέραση Κουρ. Γερόντιˬασε ντίπου τσεῖν᾽τὸ παιδὶ ᾽πὸ τὴν πεῖνα αὐτόθ. Θὰ γέ᾽ ἄθρουπους αὐτὸ τὺ γιρουντιˬασμένου; (ἐνν. τὸ παιδὶ) Στρόπον. Συνών ζαρώνω, ζιριˬάζω, κατσιˬάζω. γ) Ρυτιδοῦμαι, συρρικνοῦμαι, ἰδίως ἐπὶ τῶν χειρῶν μετὰ τὴν χρῆσιν ἀφθόνου θερμοῦ ὕδατος Πόντ. δ) Ἐπὶ φυτῶν, δένδρων, παλαιοῦμαι, μαραίνομαι, σκληραίνομαι Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Χιμάρ.) κ.ἀ.) Κρήτ. (Σητ.) Μακεδ. (Νάουσ.) : Ὅταν γεροdιˬάσῃ ἡ κάππα, κάνει τὴ bαπαρούνα (κάππα = τὸ φυτὸν Μήκων ἡ ροιάς· παπαρούνα = τὸ ἄνθος τῆς μήκωνος· ὅταν μεγαλώσῃ καὶ τραχύνῃ κάπως ἡ μήκων, τότε ἀνθίζει) Χιμάρ. Γερόντιˬασαν τώρα αὐτὰ τὰ μαρούλιˬα καὶ δὲ dρώονται Ἤπ. Εἶχα φυτέψει δυὸ τρεῖς σουτσές, ἀλλὰ γεροντιˬάκανε ᾽πὸ τὴν ἀποτιγία (ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν ποτίσματος) Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ. Γερόντιˬασ᾽ ὁ βασιλικὸς Νάουσ. Ἐγερότζασε τὸ δεdρὶ καὶ θέλει κόψιμο γιˬὰ ν᾽ ἀνεκαινουργέψῃ Σητ. 3) Ἐπὶ τραυμάτων ἢ πὀνων, παλαιοῦμαι, ἠρεμῶ ἐκ τῆς παραλεύσεως πολλοῦ χρόνου Μακεδ. (Καταφύγ.) : Γερόντιˬασ᾽ ἡ πληγή. Γερόντιˬασ᾽ ὁ πόνος Μετοχ. γεροντιˬασμένος· ὁ καχεκτικός, ἀσθενικὸς Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) : Γεροντιˬασμένα παιδιˬὰ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/