ἀχεροκάμωτος (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχεροκάμωτος (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχεροκάμωτος ἐπίθ. (ΙΙ) Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀχιˬουροκάμωτος ᾿Αθῆν. (παλαιότ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχερο καὶ τοῦ ἐπιθ. *καμωτός<κάνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐξ ἀχύρων κατεσκευασμένος ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αχεροκάμωτος Ἰούδας Λεξ. Δημητρ. ᾿Αχεροκάμωτο σκιˬάχτρο αὐτόθ. 2) Εὐτελής, ἐπὶ ἀνθρώπων ἔνθ᾽ ἀν. Πβ. ἀχερένιˬος Β2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/