ἀνάργαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάργαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάργαστος ἐπίθ. Ἤπ-Λεξ. Γαζ. (λ. ἄψηκτος) Μ.’Εγκυκλ. Βλαστ. Δημητρ. ἀνέργαστος-Λεξ. Αἰν. ἄργαστος Κέρκ. Κύπρ. Λεξ. Αἰν. Περίδ. Βυζ. ἀργαστους Μακεδ. (Κοζ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ἀργαστός. Τὸ ἄργαστος ἄνευ συνδέσεως προσέλαβε σημ. στερητικὴν διὰ τῆς προπαροξυτονίας. Περὶ τοῦ φαινομένου ἰδ. ἀ- στερητ. 2 α.
Σημασιολογία
1) ᾿Ακατέργαστος, ἀδέψητος, ἐπὶ δερμάτων ἔνθ’ἀν.: Ἀνάργαστα τομάρια Λεξ. Δημητρ. Ἄργαστο πετσὶ Κέρκ. 2) Χέρσος, ἀκαλλιεργητὀς Κύπρ. :Γῆ ἄργαστη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA