ἀνάργυρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάργυρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάργυρος ἐπίθ. (Ι) ᾿΄Ηπ. Πελοπν.(Δημητσάν.) Ρόδ.-Λεξ. Δεὲκ ἀνάργυρους Ἤπ. (Ζαγόρ) Θράκ. (Αἶν.) Στερελλ (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνάργυρος.
Σημασιολογία
Ὁ στερούμενος χρημάτων, ἀχρήματος ἔνθ’ ἀν.: Γνωμ. Κάλλιˬο φιλάργυρος παρὰ ἀνάργυρος Δημητσάν. Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. κύριον Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν (Λακων.) Κατὰ πληθ. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Ανάργυροι ἢ ’Αναργύροι Πελοπν. (Λακων.) Ἄναργύρ’ ᾿΄Ηπ.(Ζαγόρ.) οἱ ἅγιοι ’Ανάργυροι (ἰδ. ἅγιˬ- ᾿Ανάργυροι). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Ανάργυροι Ρόδ. ᾿Ανάργυρ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA