ἀνάρμενος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάρμενος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάρμενος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ἄρμενο.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἔχων ἐξαρτύματα, ὁ μὴ ἐξηρτυμένος, ἐπὶ πλοίου: Παροιμ. Ἄμαθος ὁ καπετάνιˬος καὶ τὸ καράβι ἀνάρμενο (ἐπὶ ἀνεπαρκείας ὁλικῆς). Συνών. ἀναρμάτωτος 2. 2) Ὁ ἕνεκα νηνεμίας ἢ βλάβης μὴ δυνάμενος νὰ ἀναχθῇ εἰς τὸ πέλαγος ἐπί πλοίου :ᾎσμ. Ἀνάρμενο καράβι ’ς τὸ ἔβγα στέκεται, μιˬὰ νεˬὰ τὸν καπετάνιˬο τὸν καταράστηκε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/