ἀνάρμεχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάρμεχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάρμεχτος ἐπίθ. ἀνάλμεχτος Καππ. Πόντ. (Κερασ. Σαντ Τραπ. Χαλδ.) ἀνάρμεχτος πολλαχ. ἀνάρμεκτος Ἄνδρ ἀνάρμιχτους Στερελλ (Ἀκαρναν.) ἀνάρμεγος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Μαζαίικ. Μαν. Τρίκκ.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνάρμεος Κύθν. ἀνάρμιγους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνάρμιους Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀνάρμπεες Σκῦρ ἄλμεχτος Πόντ. (Τραπ.) ἀλίμεχτος Καππ. (᾿Ανακ.) ἀλίμεφτος Καππ. Πόντ. (Οἰν.) ἄρμεχτος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Κρήτ. Πελοπν (Αἴγ. Κορινθ.) Σῦρ. Χίος ἄρμιχτους Θρᾴκ. (Κομοτ.) Μακεδ. ἄρμεκτος Σιφν. ἄρμεγος Ευβ (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Κρήτ. Μῆλ. Πελοπν. (Αἴγ. Μεσσ.) ἄρμεος Βιθυν. Ροδ. Σιφν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μον ἐπιθ. ἀνάμελκτος. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀνήμελκτος. Τὸ ἄρμεχτος ἐκ τοῦ *ἀρμεχτός <ἀρμέγω προσέλαβε σημ. στερήσεως διὰ τῆς προπαροξυτονίας. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.

Σημασιολογία

1)Ὁ μήπω ἀμελχθείς, ἐπὶ ζῴων, σπανίως δὲ ἐπὶ γάλακτος ἔνθ’ ἀν.: Ἡ κατσίκα εἶναι ἄρμεκτη Σίφν. Ἡ ἀγελάδα ἔμεινε ἄρμεη Βιθύν. ᾿Ανάλμεχτον ἢ ἄλμεχτον ἕν’ τὸ πρόβατον-το χτῆνον Τραπ. Τὰ γίδιˬα εἶν᾿ ἀνάρμιγα Ζαγόρ. Ἀκόμα ἀνάρμιγα βαστᾷς τὰ πρόβατα; αὐτόθ. Μὴν ἀφί’ς ἀνάρμιη τ᾿ γίδα κι᾽ θὰ σ᾽γκαῇ Αἰτωλ. Ἀνάρμια εἶνι τὰ πράματα αὐτόθ. Πρόβατα ἀλίμεχτα Ἀνακ. Κατσίκα ἄρμεη Ροδ. Πράματα ἀνάρμπεα Σκῦρ. Τὸ γάλα τό ’χω ἀνάρμεο Κύθν. ǁ ᾊσμ. Ἀνάρμεχτα κιˬ ἀκούρευτα, δίχως κἀνέν’ ἀφέντη Ἰων. (Σμύρν.) Ἔχου τὰ πρόβατ’ ἄρμιχτα κι᾿ τοὺ τυρὶ ᾽ς τὴ στρούγγα Μακεδ. -Ποίημ. Τὴν ἀκριβή μου τὴν κοπή, καλά μου σταυραδέρφιˬα, ἔρμην μὴν τὴν ἀφήκετε, μονάχην ’ς τὰ λιβάδιˬα, ἀνάρμεχτην κιˬ ἀκούρευτην, δίχως μαντρὶ και στάλον ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,48. 2) Μεταφ ὁ μὴ ὑποστὰς χρηματικὴν δαπάνην Λεξ. Δημητρ.: Ἀπ’ ὅσους τὴν σχετίσθηκαν κἀνένα δὲν ἄφησε ἀνάρμεγο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/