ἀνάρπαγα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάρπαγα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνάρπαγα ἐπίρρ. ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παλληκάρ.32

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀνάρπαγος.

Σημασιολογία

Ἀμέσως, ἀποτόμως: Μὴν πιˬῇς [νερὸ] ἀνάρπαγα, θὰ πάθῃς, κακομοίρη!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/