ἀναρράφτουσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρράφτουσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναρράφτουσα ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναρράφτω. Ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 184.

Σημασιολογία

Γυνὴ ἡ ὁποία ἐπιδιορθώνει τὰ ἐφθαρμένα ἐνδύματα: Γνωμ. Καλλιˬά ’ναι μιˬὰ καλὴ ἀναρράφτουσα παρὰ τὴ gαλύτερη ξοbλιˬάστρουσα ἢ ξοbλιˬάστρα (ὡς σύζυγος εἷναι προτιμητέα ἡ γνωρίζουσα νὰ μπαλώνῃ παρὰ ἡ ἀρίστη ποικίλτρια).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/