ἀχεροποίητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχεροποίητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχεροποίητος ἐπίθ. Κύθηρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀχειροποίητος.

Σημασιολογία

Ὁ κατασκευασθεὶς οὐχὶ ὑπὸ ἀνθρωπίνων χειρῶν, ὁ θείας προελεύσεως: Φορεῖ χιτῶνα τ᾿ ἀχεροποίητο (ἐν αἰνίγμ.) Κύθηρ. Συνών. ἀχεροκάμωτος (Ι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/