ἀναρριγῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρριγῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναρριγῶ (Ἑβδομαδ. Τύπ. 28 Ἰουλίου 1934).

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ριγῶ.

Σημασιολογία

Αἰσθάνομαι φρικίασιν, φρικιῶ: Ἡ φωνή τῆς Πλυτῶς βαρε͜ιά και παράξενη ἔκαμε τον Κοντονίκα ν’ ἀναρριγήσῃ. Συνών. ἀνατριχιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/