ἀναρρίτσιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρρίτσιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναρρίτσιˬα ἡ, Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) ἀναρρίτσα Κέρκ. ἀνατσίρριˬα Θεσσ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναρριτσιˬαίνω. ᾿Εν τῷ ἀναρρίτσα ἀπώλεια οὐρανώσεως τοῦ τσ. Πβ. ἀναξωσά, δι᾽ ὃ ἰδ. *ἀναξιωσιˬά. Τὸ ἀνατσίρριˬα κατὰ μετάθ. γραμμάτων.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐκ φόβου καὶ τρόμου ἢ πόνου φρικίασις ἔνθ’ ἀν.: Τ᾿ ἀκούω καὶ μὲ πιˬάνει ἀναρρίτσιˬα Κέρκ. Πάψε, γιατὶ μέ πιάνει ἀναρίτσα ποῦ τ’ἀκούω αὐτόθ. Μὄρχιτι ἀνατσίρριˬα Ζαγόρ. Συνων. ἀναγρίτσιασμα 1, ἀνατρίχιασμα, ἀνατριχίλα. 2) Ρῖγος προηγούμενον τοῦ πυρετοῦ Θεσσ. Κερκ.: Βγαλ᾽ του τὴ θέρμη του, τὸ κρύο του, τήν ἀναρρίτσιˬα του (ἐξ ἐπῳδ.) Κερκ. ‖ᾎσμ. Ἀπιbρὸς μὶ δέρ’ ἡ πύριˬα | κιˬ ἀπουπίσου ἡ ἀνατσίρριˬα Θεσσ. Συνων. ἀναγριτσιˬασμα 2, ἀναρίτσιˬασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA