ἀχεροφάγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχεροφάγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀχεροφάγος ὁ, ἀμάρτ. ἀχιρουφάγους Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀχεροφάς Θρᾴκ. (Περίστασ. Σκοπ.) ἀχιρουφάς Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχερο καὶ τοῦ -φάγος, ὃ ἐκ τοῦ ἔφαγα ἀορ. τοῦ ρ. τρώγω. Πβ. τὸ ἀρχ. συκοφάγος καὶ τά νεώτερα ἀβγοφάγος, ἀγγουροφάγος κττ.

Σημασιολογία

1) Δίκρανον μὲ τὸ ὁποῖον λιχνίζουν καὶ φορτώνουν τὸ ἄχυρον Θρᾴκ. (Αἶν. Περίστασ. Σκοπ.) Συνών. ἀχεροφάγι. 2) Ρῆγμα τὸ ὁποῖον σχηματίζουν εἰς τὸν ὑψηλὸν καὶ ἐπιμήκη σωρὸν τοῦ λιχνισθέντος ἀχύρου διὰ νὰ διευκολυνθῇ δι᾽ αὐτοῦ τὸ ρεῦμα τοῦ ἀέρος πρὸς περαιτέρω λίκμησιν τοῦ ὑπολειπομένου σωροῦ Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/