ἀχερῶνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχερῶνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχερῶνας ὁ, ἀχυρῶνας σύνηθ. ἀχιˬουρῶνας ΠΓενναδ. Γεωργ. Γλωσσ. 2 ἀχερῶνας κοιν. ἀχιρῶνας βόρ. ἰδιώμ. ἀχιῶνας Σαμοθρ. ἀερῶνας Ρόδ. ἀχυρῶνα Τσακων. ἀχυρῶνα ἡ, Ἤπ. - Λεξ. Δημητρ. ἀχιˬουρῶνα Αἴγιν. ἀυρῶνα Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀχερῶνα Ἄθ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σωζόπ.) Πελοπν. (Κόκκιν. Μεσσ.) Προπ. (Κύζ.) Σύμ. - Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀχιρῶνα Θεσσ. Μακεδ. (Βελβ. Βέρ. Βλάστ. Γκουβ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Αρτοτ.) ἀρχιῶνα Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀχυρών. Διὰ τοὺς τύπ. ἀχιˬουρῶνας, ἀχιˬουρῶνα ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 277 κἑξ. Τὸ θηλ. ἀχερῶνα κατὰ τὸ ἀποθήκη. Τὸ ἀρχιῶνα κατὰ μετάθ.
Σημασιολογία
'Αχυρὼν ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Δυˬὸ γαιˬδάροι μάλωναν σὲ ξένον ἀχυρῶνα (ἐπὶ ἐριζόντων διὰ πράγματα ἀνήκοντα εἰς τρίτους) σύνηθ. Στραβὸς βελόνη γύρευε μέσα ’ς τὸν ἀχυρῶνα Λακων. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ ἀχερῶνα γίνεται παλάτ' καὶ ἡ ἀγουρίδα μέ’ (μὲ τὴν ὑπομονὴν ὅλα εἶναι κατορθωτὰ) Σαρεκκλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀχεραποθήκη. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπους Ἀχερῶνας Ρόδ. ᾿Αχιρῶνα Λέσβ. Καηˬμέ' ’Αχιρῶνα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿Αχιρῶνις Θεσσ. (Πήλ.) Στερελλ. (Αιτωλ.) ᾽Αχιρῶ᾿ (᾿Αχερῶνοι) Ἴμβρ. Συνών. ἀχερεˬῶνας, ἀχερώνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA