ἀχητὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχητὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχητὸς ὁ, Ἤπ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Τρίκκ.) - ΝΠολίτ. ’Εκλογ. 200 ἀχητὸ τό, Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λάστ. κ.ἀ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀχητιˬὸ Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀχῶ.
Σημασιολογία
1) Ἦχος, βοὴ Ἤπ. Πελοπν. ('Αρκαδ. Λάστ. κ.ἀ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἀκούει ἕνα βουητό, ἕν᾿ ἀχητὸ ᾿Αρκαδ. Τ᾽ ἀχητὸ τοῦ δρόμου - τῆς θάλασσας Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Γιˬὰ ταπείνωσ' τὴν ἀντάρα καὶ τὸν κορνιˬαχτό, τὴ βοή σου τὴ μεγάλη καὶ τόν ἀχητὸ ΝΠολίτ. ἔνθ' ἀν. 2) Ὁρμή, φορά, ἐπὶ ἀνέμου Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Τρίκκ.): Ὁ ἀχητός τ’ ἀγέρα Τρίκκ. Τὸν ἐπῆρε ὁ ἀέρας μὲ τὸν ἀχητὸ Κλουτσινοχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA