ἀναρροδίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρροδίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναρροδίζω Κῶς ἀνερροδίζω Πάρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ροδίζω.

Σημασιολογία

Ἀνάπτων φρύγανα εἰς τὸ κύριον στόμιον τοῦ φούρνου ἢ εἰς πλάγιον μετὰ τὴν ἐναπόθεσιν τῶν ἄρτων πυρώνω αὐτὸν διὰ νὰ ἄποκτήσουν οἱ ἄρτοι ρόδινον χρῶμα Πάρ.: Ἀνερροδίζω τό φοῦρνο. Καὶ ἀμτβ. πυροῦμαι, ἐπὶ τοῦ φούρνου ὡς ἀνωτέρω Κῶς: Ὁ φοῦρνος ἀναρροδίζει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/