ἀναρρύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρρύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναρρύω Λευκ. Πελοπν. (Λακων.) ἀναρρύζω Πελοπν. (Μάν.) ἀναρρῶ Πελοπν.(Λακων.) ἀναρροῦ Πελοπν. (Μάν) Μέσ. ἀναρρυˬέμαι Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναρρύω. Τὸ ἀναρρῶ ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀναρρυˬῶ. Περὶ τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ ἀν- ἐν τῷ ἀρρῶ ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾶ. 43 (1931) 72.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Σῴζω τινὰ κινδυνεύοντα Λευκ. Πελοπν. (Λακων.): Βρέθη καὶ μ᾿ ἀνάρρυσε ἕνας παῖδος, εἰταμὴ θὰ μὲ τρώασι τὰ σκυλλία (εἰταμή=εἰδεμὴ) Λακων. ᾿Ανάρρυσε’ με ἀπ᾿ τὰ σκυλλιˬὰ Λευκ. 2) Διαχωρίζω τοὺς διαπληκτιζομένους Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Μπῆκε ᾿ς τὴ μέση καὶ τοὺς ἀνάρρυσε Λακων. Ἤτανε ἁρπασμένες ἀπὸ τὰ μαλλία καὶ τοὺς ἀνάρρυσε Μάν. Β) Μέσ. 1) Ὑπεκφεύγω τὸν κίνδυνον Πελοπν. (Μάν.) Πῆγε νὰ τόνε βαρέσῃ, ἀλλὰ ᾽κεῖνος ἀναρρύθη καί ξέφυγε Μάν. Συνών. ξεφεύγω 2) Ἀνθίσταμαι, ἐναντιώνομαι Πελοπν. (Λακων. Μαν) Σὰν ξύλο στέκεσαι καὶ καθόλου δὲν ἀναρρυˬέσαι Λακων. Δὲ bορεῖ ν᾽ ἀναρρυθῇ Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA