ἀνάρτευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάρτευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάρτευτος ἐπίθ. Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἀρτευτὸς < ἀρτεύω.
Σημασιολογία
Ἀνάρτυτος 1, ὃ ἰδ. : ᾿Ανάρτευτο φαεῖ. Ἀνάρτευτα λάχανα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA