ἀναρχία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρχία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναρχία ἡ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οῦσ. ἀναρχία.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις ἐννόμου τάξεως: Ἐκεῖ ἤτανε μεγάλη ἀναρχία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA