ἀναρώτητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρώτητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναρώτητος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀνερώτητος Ἤπ. κ. ἀ.-Λεξ. Αἶν. Ἠπίτ. ἀνιρώτητους Θεσσ. ἀναρώτιχτος Κρήτ. ἀνερώτιχτος Ἄνδρ. Παρ. ἀνερώτιγος Ἤπ. ἀνιρώτ’γους Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀναρωτητὸς < ἀναρωτῶ. Περὶ τῆς στερητικῆς σημ. τοῦ ἀρκτικοῦ α ἕνεκα τῆς προπαροξυτονίας ἰδ. ἀ-στερητ. 2 α.

Σημασιολογία

1) Ὁ περὶ οὗ δὲν γίνεται ἐρώτησις Κρήτ : Δὲ bιστεύγω ν᾽ ἀπομείνουσι ἀναρώτιχτα τέθο͜ια πράματα. 2) Ὁ μὴ ἐρωτώμενος ἢ ὁ μὴ ἐρωτηθείς ἤ οὗτινος δὲν ἐζητήθη ἡ ἄδεια ἔνθ’ ἀν.: Ἔχου ἀνιρώτ᾿᾽ τ᾿ μάννα μ᾿ Αἰτωλ. Συνών ἀρώτητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/