ἀναρωτῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναρωτῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναρωτῶ πολλαχ. ἀναρουτοῦ Λυκ.(Λιβύσσ.) ἀνερωτῶ Αἴγιν. Ἀστυπ. Θήρ. Θρᾴκ. Ἰων. (Κρήν.) Κάλυμν. Καρπ. Α.Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) Προπ. (᾿Αρτάκ.) Ρόδ. Σίφν. Σῦρ. Χηλ. Χίος κ. ἀ. ἀνερωτάω Πελοπν. (Μάν.). ἀνιρουτῶ Λέσβ. κ. ἀ ᾽νερωτῶ Κάρπ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.. ἀ. Μεσ ἀναρωτε͜ιέμαι Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 114 ΑΚυριαζ. ἐν Ν.Ἑστίᾳ 3,549 ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 15
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀναρωτῶ, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀνερωτῶ. Καὶ ὁ τύπ. ἀνερωτῶ μεσν ἔχον τὸ ε κατ᾽ ἐπίδρασιν τῶν μετ᾽ ἐσωτερικῆς αὐξήσεως παρῳχημένων χρόνων.
Σημασιολογία
1) ᾿Αποτείνω πρός τινα ἐρωτήσεις ἐπιθυμῶν νὰ μάθω τι, ἐρωτῶ ἔνθ’ ἀν.: Μὴν ἀνερωτᾷς γιˬ’ αὐτὰ Θήρ. ᾿Ανάρώτηξέ την εἶdά ᾿καμε Κρήτ. Γιˬὰ ἀνερώτα, θά’ μάθῃς ποῦ ᾽ναι αὐτόθ. Μὴ μ᾽ ἀνερωτᾷς, μωρὲ παιδὶ μου, γιˬατὶ δὲ σοῦ λέω αύτόθ. Ἀναρωτήθηκαν, κουβέντιˬασαν, καθίσανε ’ς τὸ φαεῖ, ἄρχισε ὕστερα τὸ κρασὶ Α’Εφταλ. ἔνθ᾽ ἀν. ‖ Φρ. Δὲν ἔχω νὰ μ᾿ ἀρωτήξῃ κἀνεὶς (δὲν ἔχω νὰ δώσω εἰς οὐδένα λόγον) Κρήτ.‖ ᾊσμ. Μὰ ’κείνη δὲ μὲ ρώτηξε γιˬὰ μάννα γὴ γιˬὰ κύρι γὴ γιˬ᾿ ἀδερφὸ γὴ γιˬ’ ἀδερφὴ γὴ γιˬὰ πρῶτα ξαδέρφιˬα, μον’ κάτσε κιˬ ἀναρώτα με γιˬὰ τὸν ἀπάνω κόσμο (γὴ= ἢ) ΜΛελεκ ᾿Επιδόρπ. 200 Σὰν τ᾽ ἄκουσαν οἶ Χριστιˬανοὶ μέσ᾽ ᾿σ τὴν καρδιˬὰ πονοῦνε, ὅ -- εἷς τὸν ἄλλ᾿ ἀναρωτᾷ τί μέλλει νὰ γενοῦνε Κρήτ. Νὰ θαbωθοῦν τὰ μάθιˬα σου τσοὶ στράτες νὰ ξανοίγῃς, νὰ βγάλ' ἡ γλῶσσα σου μαλλιˬὰ ν’ ἀνερωτᾷς περάτες αὐτόθ. Τὰ πάθη μου δὲ dά ’παθε μουδὲ ἣ -- Ἀρετοῦσα ποῦ τὴν ἐβάλα ᾿ς τὴ φ'λακὴ καὶ τὴν ἀναρωτοῦσα αὐτόθ. Νὰ κατεβαίνῃς ’ς τὰ γιˬαλό, ν’ ἀνερωτᾷς τοὺς ναῦτες, ναῦτες μου, παλληκάριˬα μου, εἴδετε τὸν ὑγιˬό μου; Χίος Νὰ πά’ νὰ βρῶ τὴ μάννα του, νὰ τὴν ἀνερωτήσω, εἶντά ’τρωγες ᾿ς τὸ δεῖπνο σου κ’ ἠμύριζεν ὁ γιˬός σου; Κρήν. Στέκομαι, διˬαλογίζομαι κιˬ ἀνερωτῶ τὸ νοῦ μου, τί ὄνομα νὰ τὸν εἰπῶ, νὰ τὸν ἀποξυπνίσω Χηλ.-Ποίημ. Γιˬὰ ἐμᾶς μαντεύονται, παιδιˬά, γιˬὰ ἐμᾶς ἀναρωτοῦνε, τ’ ἄγριˬα, τ᾽ ἀνήμερα στοιχε͜ιά, γιˬὰ ἐμᾶς τάματα κάνουν ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,56. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Καλλίμαχ. καὶ Χρυσορρ στ. 592 (ἔκδ. SLambros σ. 26) «ἡ κόρη τὸν Καλλίμαχον ἀναρωτᾷ τὸ γένος | κ’ ἐκεῖνος ἀποκρίνεται, λέγει το πρὸς ἐκείνην καὶ Λύβιστρ. καὶ Ροδαμν στ. 1943 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ. σ. 395) «βλέπω βραδὺν τὸν οὐρανόν, ἀνερωτῶ τὸ φέγγος, | τ’ ἄστρα ἐξακριβίζομαι καὶ ἐξέβηκέ με τοῦτο». 2) Μέσ. διερωτῶμαι κατ᾿ ἐμαυτὸν ΑΚυριαζ. ἔνθ’ ἀν. ΚΜπαστ. ἔνθ’ ἀν. :Ἡ ἀπορία δὲν εἶναι τῆς ὥρας, σὰν κ' ἐμᾶς ἀναρωτήθηκαν γιˬὰ τὸ ἴδιˬο πρᾶμα καὶ οἱ παλα͜ιοὶ ἀνθρῶποι, ἀναρωτήθηκαν καὶ σκανταλίστηκαν ΚΜπαστ. ἔνθ’ ἀν. ‖ Ποίημ. Κ’ ἡ κόρη ποῦ ’ρθε νὰ γεμίσῃ | ἀναρωτε͜ιέται ἀγάληˬα, πο͜ιό; νερό διˬαμάντι ἀπό τὴ βρύσι | γιˬὰ ἀπ᾽ τὸ φεγγάρι φῶς νὰ πιˬῶ; ΑΚυριαζ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA