ἀνασαιματιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασαιματιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνασαιματιˬὰ ἡ, Ἄνδρ ἀνεσαιματιˬὰ Ἄνδρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀνάσαιμα < ἀνασαίνω.

Σημασιολογία

Ὁ ὑπο τῶν πνευμόνων ἐκπεμπόμενος ἀήρ. ᾎσμ. Βουλλώσετε τὴ gάμαρα μὲ διˬαμαντένια βούλλα νὰ μείν’ ἡ ἀνασαιματιˬὰ ᾿ς τὰ τέσσερα καdούνιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/