ἀνασαλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασαλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασαλεύω Κερκ.Λευκ.-ΚΘεοτόκ. ἐν Νουμᾷ 390,2-Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀνασαλεύω.
Σημασιολογία
Σαλεύω τι, κινῶ, μετακινῶ Κέρκ.-ΚΘεοτόκ. ἔνθ' ἀν.-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἀνασάλεψε τὰ δαυλιˬά, ἔρριξε κλαρὶ ’πάνου ᾿ς τὰ καρβουνιˬασμένα ξύλα κ᾿ ἐφύσησε ὥσπου βγῆκε μιˬὰ ξάστερη φλόγα ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ ἀμτβ. σαλεύομαι, κινοῦμαι, μετακινοῦμαι Λευκ.-Λεξ. Δημητρ.: Ἀνασάλεψε ἀπὸ τὸν τόπο του Λευκ. Δὲ bορεῖ ν᾽ ἀνασαλέψῃ αὐτόθ. Ἀνασαλεμένος σωρός. Ἀνασαλεμένα ἔπιπλα. Συνών. μετασαλώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA