ἀνασασμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασασμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνασασμὸς ὁ, Εὔβ. (Κύμ. Στρόπον.) Ζάκ. Θεσσ. Θρᾴκ. Καππ. (Σινασσ.) Κεφαλλ. Κυθηρ. Λέσβ. Λυκ (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.) Πελοπν. (’Αρκαδ. Λακων. Καλάβρυτ. Μεσσ Οἰν.) Στερελλ (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) κ.ἀ.-Μποὲμ Αγριολουλ. 18 Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ 1,283 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,17 Αβαλαωρ. Ἔργα 2,103 καὶ 3,190 καὶ 372 Κπαλαμ. Παράκαιρ. 91-Λεξ. Δεὲκ Αἰν Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀνασαμός Ποντ. (Σινώπ.) ἀνεσασμός Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’νεσασμός Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν οὐσ. ἀνασασμός.
Σημασιολογία
1) Ἀνακούφισις, ἀνάπαυσις Λυκ.(Λιβύσσ.) Πόντ.(Σινώπ.) κ. ἀ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: ᾿Ανασασμό δὲν ἔχει ἡ θλῖψι του Λεξ. Δημητρ. Ἀφ’ τὰ μωρὰ ἀνασασμὸς ᾽κ᾽ ἔνι (δὲν ὑπάρχει) Σινώπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σπαν στ. 7 (ἔκδ.WWagner σ. 39) «ἤλπιζα εἰς τὰς πικρίας μου ταύτας τὰς ἀφορήτους…| ἵνα σ᾽ εὑρῶ ἀνασασμὸν καὶ παρηγόρημά μου» καὶ ᾿Αχιλλ. στ. 1271(ἔκδ. WWagner σ. 39) «ἐσύ ᾽σαι φῶς τῶν ὄφθαλμῶν, ψυχή μου καὶ ζωή μου, | καὶ τῆς καρδιᾶς μου ἀνασασμὸς ἐσύ ’σαι, δέσποινά μου». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάσα 1. β) Παρηγορία Λεξ. Δημητρ.: Τῆς γρα͜ιᾶς ἀνασασμός τ’ἀγγόνιˬα. Συνών. ἀνάσα 3, παρηγοριˬά. 2) Ἀναπνοὴ ἔνθ’ ἀν. : Παίρνω ἀνασασμό πολλαχ. Μοῦ πιˬάστηκε ὁ ἀνασασμός, ποῦ νὰ τὸν φτάσω; Καλάβρυτ. Ἔσκυψα τὸ κεφάλι κ᾿ ἔφυγα χωρὶς νὰ πάρω ἀνασασμό Μποὲμ ἔνθ’ ἀν. Χάιδευε τὸ πρόσωπό μου μὲ τὸν ἁπαλὸ ἀνασασμό του Γ’Επαχτίτ. ἔνθ᾽ ἀν. Φαίνεταί μου πῶς ἀκούω ἀνεσασμὸ Ἀπύρανθ. ‖ Φρ. Ἐπῆρε τὀν ἀνασασμό του καὶ πάει (ἔφυγε δρομαίως) Ἀρκαδ. Μή, ἀνασασμός! (σιωπή! τσιμουδιˬά!) Καλοσκοπ. Τοῦ πῆραν τὸν ἀνασασμό (ἐνόησαν τὰς συνηθείας του, τὴν ἀδυναμίαν του. Συνών. φρ.τοῦ κατάλαβαν-τοῦ πῆραν -τὸ κολάι του-τὸ σφυγμὸ) Λεξ. Δημητρ. ‖ Ποιημ. Ὅσο κιˬ ἂν κλε͜ιῇ τὰ βλέφαρα, μονάχ' ἀνοιγωκλοῦνε κιˬ ό κόρφος της ἐσάλευε μὲ τὸν ἀνασασμό της ΑΒαλαωρ. 372. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάσα 2. β)Ὁ ἐκ τῶν πνευμὀνων ἐκπεμπόμενος ἀὴρ ΑΒαλαωρ. 3,190 : Ποιημ ’Σ τὸ κρυˬὸ τ’ ἀγέρι τοῦ βουνοῦ καπνίζει ὀ ἀνασασμός του. γ) Ἡ ἐκ τῶν φυτῶν ἐκπεμπομένη ὀσμὴ ἢ εὐωδία ΑΒαλαωρ. 2,103 ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. : Ποιήμ. Μοσχοβολάει ὁ ἀνασασμὸς τῆς δάφνης, τῆς μυρτούλλας ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾿ ἀν. Κιˬ ἀγέραν, κάμπους καὶ βουνά, τήν πλάσι πέρα ὥς πέρα γιˬομίζει ἀπὸ μοσχοβολιˬά μὲ τὸν ἀνασασμό της (ἐνν. ἡ ἀγράμπελη) ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ μέσ᾿ ἀπ’ τοὺς ἀνασασμοὺς τοῦ ρόδου καὶ τοῦ δυˬόσμου καὶ δουλευτής καὶ φυτευτὴς τοῦ κήπου ὁ ἀδελφός μου. ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 3) Ἀναστεναγμὸς Καππ. (Σινασσ.): ᾎσμ. Μάννα, ζύμω, μάννα, κόλλα, ψῆσε μας παξιμάδιˬα! Μὲ δάκρυα τὰ ζύμωσε, μ᾽ ἀνασασμό τὰ κόλλ’σεν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA