ἀνάσαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάσαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάσαστος ἐπίθ. Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 30
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀνασαστός < ἀνασαίνω. Περὶ τῆς στερητικῆς σημ. τοῦ ἀρκτικοῦ α ἕνεκα τῆς προπαροξυτονίας ἵδ. ἀ- στερητ 2 α.
Σημασιολογία
Ὁ συγκρατῶν τὴν ἀναπνοήν :Στέκουνταν ἀσάλευτος, ἀνάσαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA