ἀνάσβημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάσβημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάσβημα τό, ᾿νέβζηγμαν Πόντ.(Χαλδ.) ᾽νέβησμαν Ποντ (Κοτύωρ.) ’νέβημαν Πόντ.(Κοτύωρ.) ’νέβηγμαν Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀνασβήνω, παρ’ ὃ καὶ ’νεβζήνω.
Σημασιολογία
Ἡ κατάσβεσις τοῦ πυρὸς ἔνθ’ ἀν. : Παροιμ. φρ. 'Σ σὸ ᾽νέβησμαν μὲ τὸ gάζ᾽ τρέ’ (εἰς τὸ σβήσιμο τρέχει μὲ πετρέλαιον. Ἐπὶ τοῦ προσπαθοῦντος μὲν νὰ καθησυχάσῃ τοὺς ἐρίζοντας, μᾶλλον δὲ ἐξάπτοντος αὐτοὺς ἕνεκα ἀπειρίας).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA