ἀνασήκωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασήκωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνασήκωμα τό, Δ.Κρήτ. Σῦρ. κ. ἀ.-ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,232 ΙΚονδυλάκ. Πρώτη ἀγάπ. 22-Λεξ. Δεὲκ Βυζ. Δημητρ. ἀνασήκουμαν Λυκ.(Λιβύσσ.) ἀνεσήκωμα Α.Κρήτ. ἀνισήκουμα Ἰμβρ. ᾽νισήκουμα Μακεδ. (Γκιουβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνασηκώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Ἀνύψωσις ἔνθ’ ἀν.: Τὸ μπαοῦλο θέλει ἀνασήκωμα Λεξ. Δημητρ. Ζωηρὸ ἀνασήκωμα τοῦ κεφαλιˬοῦ ΙΚονδυλάκ. ἔνθ' ἀν. ‖ Ποίημ. …’Σ τὸ διˬάβα του ἕνας χτύπος ἀκούστηκε μικρὸς μικρὸς σὰν νά δε ξεροσκάσῃ τοῦ λύκου τ᾿ ἀνασήκωμα… (λύκος= σκανδάλη) ΑΒαλαωρ. ἔνθ' ἀν. 2) Τὸ νὰ σηκωθῇ τις ἐκ τῆς θέσεώς του χάριν τιμῆς πρός τινα Λεξ. Βλαστ. Συνών. προσήκωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA