ἀνασηκώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασηκώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασηκώνω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀναηκώνω Καππ. (Ἀνακ.) ἀνασηκών-νω Καλαβρ. ( Μπόβ.) ἀνασηκώνου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) ἀνασ’κώνω Καππ. (᾿Αραβάν.) ἀνασ’κώνου βόρ. ἰδιώμ. ἀνα’κώνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνεσηκώνω Ἄνδρ. Θήρ. Κέως Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ Χίος κ. ἀ.-Λεξ. Δημητρ. ἀνεσ’κώνω Μύκ. ἀνισ’κώνου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ. Λέσβ. 'νεσηκώνω Σῦρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀνασηκώνω.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Σηκώνω ἐπάνω, ἀνεγείρω, ἀνυψώνω, ἀναβαστάζω σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. ᾿Αραβάν.) Πόντ. (Οἰν.): ’Ανασηκώνω τὴν πλάκα-τὸ γιˬακᾶ μου-τὸ κεφάλι μου-τὸ πόδι μου-τὸ φόρεμά μου-τὸ χέρι μου. ᾿Ανασηκωμένα φουστάνιˬα σύνηθ. Ἀνεσηκώνω τὰ ροῦχα μου Θήρ. Ἕνας ἄνθρωπος ἀνασηκώθηκε ἀπ᾿ τοὶς κουκκεˬὲς ποῦ βρισκότανε σκυμμένος καὶ δὲ φαινότανε ΔΒουτυρ. Διωγμέν. ἀγάπ. 11. Ἡ μαμμὴ ἀνεσήκωσεν ἀτενα (βραχυλ. ἀντὶ ἀνεσήκωσε τήν μήτρα της, ἤτοι ἀνέταξε) Οἰν. ‖ ᾊσμ. Κιˬ ἀνασήκωσε τὸ γυροφούστανό της κιˬ ἀναφάνηκε τὸ ποδοστράγαλό της ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 73 Ἀνασηκώνου πάπλωμα, πέτ-του σὲ βελουδένιˬα, πιˬάνου ἀγκαλιˬάζου κούτσουρο, φιλοῦ δαυλὸ σβεσμένο (πέτ-του= πέφτω) Εὔβ. Βρίσκει τὸν κόρφο τ᾿ς ἀνοιχτό, τ᾽ ἀχείλη φιλημένο καὶ τὴ χρυσῆ της τὴν ποδεˬὰ ψηλ᾿ ἀνασηκωμένη ΑΟἰκονομίδ. Τραγούδ. Ὀλύμπ. 98 -Ποίημ. ᾿Ανασηκώθηκε σιγὰ χωρὶς νὰ τὸν ξυπνίσῃ κ’ ἐκίνησε χαρούμενη γιˬὰ νὰ κρυφτῇ ᾽ς τη δύσι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,164. Ἡ σημ. καὶ μα Πβ. Χωνιάτ. 389,25 (ἔκδ. Βόννης) «ἀνασηκώνοντες τὰ ροῦχα αὐτῶν κατούρουν καὶ Ἀχιλλ. στ. 1060 (ἔκδ. WWagner σ. 33) «καὶ ἐκείνη ἀπὲ τὴν κλίνην της πάλιν ἀνεσηκώθη» Συνών. ἀνακολώνω Α 1, *ἀνακουντουρίζω, ἀναμαζεύω Α3, ἀνασκουμπώνω 1, σηκώνω. 2) Ἐνταφιάζω Λεξ. Δημητρ.: Τὸν ἀνασήκωσαν πρωὶ πρωί. Συνών. ἀναπαρώνω 3, θάφτω, κηδεύω, σηκώνω. 3) Διεγείρω, ἐξάπτω Καππ. (Ἀνακ.)-Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Κιˬ ἀνασηκώνει τὸν καηˬμὸ κιˬ ἀναπαμούς δὲν ἔχει Λεξ. Δημητρ. 4) Παρασύρω τινὰ παραπείθων καὶ παραπλανῶν Λεξ. Δημητρ.: ᾿Ανασήκωσε πολλοὺς ἀπὸ τὸ χωριˬὸ καὶ τοὺς ξενίτεψε. Μὲ τὰ παχεˬά του λόγιˬα τὴν ἀνεσήκωσε τὴν κακομοιρα. ‖ Φρ. Τοῦ ἀνεσήκωσαν τὰ μυˬαλά (τὸν παρεπλάνησαν νὰ κάνῃ τι ἀσύμφορον). Β) Μεσ 1) Ἐγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου Ζάκ.: Τὸ λοιπὸ τὸ πρωὶ ποῦ ἀνασηκώνουνται παίρνει τὸ παιδί, ὥς δέκα χρονῶνε ἤτουνα, νὰ πάῃ νὰ ζητήσῃ τὴν κοιλιˬὰ (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. β) Ὑπανεγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης ἢ τοῦ καθίσματος καὶ γενικώτερον ἐγείρομαι πολλαχ. : ’Ανασηκώσου νὰ πιˬῇς τὸ γιˬατρικὸ Κρήτ. Ἀνασηκώσου λιγάκι νἀ καθίσῃς Ἄνδρ. Ἡ ἄρρωστη ἀνασηκώθηκε ’ς τὸ κρεββάτι ΙΚονδυλάκ. Πρωτ ἀγάπ. 75. ‖ ᾎσμ. Σαράdα μέρες ἔκαμε ὁ νεˬὸς μέσα ’ς τὸ dάφο κιˬ ἀπάνω ᾽ς τσοὶ σαράdα δυˬὸ ὁ νεˬὸς ἀνεσηκώθη. Συνών. ἀναγέρνω Β1, ἀνακαθίζω Β1. 2)’Αναλαμβάνω οἰκονομικῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ὅλο σκουdουφλιˬὲς τοῦ λαχαίνου g᾽ εὐτεινοῦ, πῶς ν’ ἀνεσηκωθῇ! Συνών. ἀναλαβαίνω 3, ἀναπιˬάνω Π, ἀναπλῳρίζω Β 1, *ἀναπουπουλίζω 3, πιˬάνομαι (ἱδ. πιˬάνω), προσκάνω. 3) Σκιρτῶ, συγκινοῦμαι Θρᾴκ. (Μάδυτ.): Εἶδα τ᾽ ὀρφανὸ κιˬ ἀνασ’κώθ᾽κι ἡ καρδιˬά μ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/