ἀνασκαμνίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασκαμνίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασκαμνίζω Λεξ. Δη μητρ. Μέσ. ἀνασκαμνίζομαι Κεφαλλ. Κύθηρ. Νάξ. (Χαλκ.)-ΑΛασκαράτ. Στιχουργ.2 68
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. σκαμνίζω.
Σημασιολογία
1) Σηκώνομαι ἀπὸ τὸ κάθισμά μου διὰ νὰ ὑποδεχθῶ τινὰ Λεξ . Δημητρ. 2) Μες.καθήμενος ἐπὶ καρέκλας κινοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω Νάξ. (Χαλκ.) β) Τεντώνω τὰς χεῖρας καὶ τὸ σῶμα, ἀποταυρίζομαι, σκορδινῶμαι Κεφαλλ.-ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. ᾿Ανασκαμνίζεται γλυκὰ καὶ πηαίνει νὰ πέσῃ νὰ ἡσυχάσῃ… ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. *ἀνακλαδίζω Ι Ι, ἀνα-κλαρίζομαι, ἀνακλονίζω 1, ἀνασκλημουρειέμαι 2 ἀποκορδώνω, ξεροτανυˬέμαι, τανυˬέμαι (ἰδ. τανυˬῶ), τεντώνομαι (ἰδ. τεντώνω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA