ἀνασκάφτω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασκάφτω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασκάφτω Ἤπ. (Πάργ.) Ποντ (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ Σαντ Τραπ. Χαλδ.)-ΚΠασαγιάνν. Μοσκ 30 ἀνεσκάβγω ᾿Ιων (Κάτω Παναγ.) ἀνισκάφτου Λῆμν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀνασκάπτω.

Σημασιολογία

1) Σκάπτω τὴν γῆν Ἤπ.(Πάργ.) Ἰων.(Κάτω Παναγ.)-ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Τὰ βόδιˬα… ἀνάσκαφταν τὰ ματωμένα χώματα ΚΠασαγιανν ἔνθ’ ἀν. ‖ ᾎσμ. Σαράντ’ ὀργυ͜ιές ἢνέσκαψα τὴ γῆς μὲ τὴ βελόνα νὰ βγάλω τὸ κρυˬὸ νερὸ γιˬὰ λόγου σου, τρυγόνα Κάτω Παναγ. 2) Βλασφημῶ, ὑβρίζω τεθνεῶτα (οἰονεὶ ἀνασκάπτων τὸν τάφον καὶ ἐξορύσσων αὐτὸν) Λῆμν. Πόντ (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀτώρᾳ ἀνασκάφτω τὸν κύρι σ᾿! Κοτύωρ. Ἐνέσκαψεν τ᾿ ἀποθαμέντς ἀτ’ (τοὺς πεθαμένους του) Τραπ. Χαλδ. Μ ’ εὐτάς με κιˬ ἀνασκάφτω τὸν κύρι σ᾽! (μὴ μὲ κάμνῃς νὰ κτλ.) Χαλδ. Ἄν θέλῃς ν᾿ ἀνασκάφκεται ὁ κύρι σ᾿, ποίσον ἀ (κάμε το) κερασ. ᾿Εγὼ ν᾽ ἀνασκάφκουμαι καιρὸν ᾿κ᾿ ἔχω (δὲν εἶμαι διατεθειμένος νὰ πράξω τι, διὰ τὸ ὁποῖον νὰ ἀναθεματίζωμαι μετὰ θάνατον' πρὸς τὸν προτρέποντά τινα νὰ πράξῃ κακὴν πρᾶξιν) Κοτύωρ. Χαλδ. Μετοχ. ἀνισκαμμένους=ὁ βλασφημημένος, ὁ ἄξιος βλασφημίας, ἐπὶ νεκροῦ Λῆμν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. πβ. Δαμασκ. (Ρ. G. 94Β 344α) «μήπως ἐλθοῦσα ἄλλη γενεὰ μέλλῃ ἡμᾶς ἀναθεματίζειν καὶ ἀνασκάπτειν».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/