ἀνασκελαρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασκελαρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασκελαρίζω Κρήτ. ᾿νεσκελαρίζω Κῶς
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀνασκελάρις.
Σημασιολογία
Ἐξαπλώνομαι ὕπτιος: Ὅ,τι ὥρα εἶδα τὸν ὀρφό κιˬ ἀνασκελάρισενε, ἐκατάλαβα πῶς τὸν ἐσκότωσα (ὄρφὸς = ἰχθύς τις) Κρήτ. ‖ Αἴνιγμ. ᾽Νεσκελαρί᾿ ἡ παππαδιˬά, καθίζει ό παππᾶς της κ᾽ ἡ κόκκινη την θεραπε͜ιὰ ’τοιμάζει τῆς κυρᾶς της (ἡ πυροστιά, ἡ χύτρα, τὸ πῦρ, τὸ φαγητόν) Κῶς. Συνών. ἀνασκελίζω (Ι) 1, ἀνασκελώνω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA