ἀνασκεπάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασκεπάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασκεπάζω Ζακ Κρήτ. Χίος-Λεξ. Κομ. ἀνεσκεπάζω Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀνασκεπάζω.
Σημασιολογία
Ἀνασύρω τὸ σκέπασμα, ἀποκαλύπτω: ᾎσμ. Ἔσυρε κιˬ ἀνασκέπασε τοῦ μνημουριˬοῦ τήν πλάκα Χίος Βρίσκει σεdόνιˬα ὁλόχρυσα, στρώματα βελουδένιˬα κιˬ ἀνεσκεπάζει τὰ χρυσᾶ, bαίνει᾽ς τὰ βελουδένιˬα Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ ἀφηγήσεις στ. 298 (ἔκδ. Wagner σ. 88) «κι ὅταν τὸν φέρουσιν νὰ φά’ τὸ γιόμα καὶ τὸ δεῖπνον, | ἀνασκεπάζει καὶ θωρεῖ, στοχάζεται τὴν βρῶσιν». Συνων ξεσκεπάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA