ἀνασκούφωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασκούφωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνασκούφωτος ἐπίθ. Κύπρ.-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνασκούφωτος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ φέρων σκοῦφον, κάλυμμα εἰς τὴν κεφαλήν, ἀσκεπής. Συνών. ἀκουκούλλιˬαστος, ἀκουκούλλωτος, ἀνακούτρουλλος 1, ἀναμαλλάρις 2, ἀναμαλλιˬάρικος ἀναμαλλιˬάρις 2, ξεκουκούλλωτος, ξέσκουφος, ξεσκούφωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/