βραχνὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραχνὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βραχνός ἐπίθ. κοιν. βραχνὲ Τσακων. βραγνὸς Κύπρ. (καὶ βραχνὸς) βραγνιˬὸς Κύπρ. φραχνὸς Κύπρ. σβραχνὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. Πελοπν. (Μάν. Τριφυλ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Σάμ. Σῦρ. κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. βραγχός. Τὸ σ τοῦ τύπ. σβραχνὸς ἀπὸ τοῦ τελικοῦ ς τοῦ ἄρθρου τούς, ὅπως καὶ σβῶλος, σπλόνος ἐκ τοῦ τοὺς βώλους, τοὺς πλόνους (φλόμους) κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,412 Πβ. καὶ GMeyer Neugr. Stud. 2,100.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἕνεκα παθήσεως τῶν φωνητικῶν ὀργάνων ἔχων φωνὴν τραχεῖαν, ἀσθενῆ καὶ βραγχώδη, ὄχι διαυγῆ καὶ καθαρὰν κοιν. καὶ Τσακων.: Εἶμαι βραχνὸς καὶ δὲ μπορῶ νὰ μιλήσω καθαρὰ κοιν. Πετεινάριν φραχνὸν Κύπρ. Συνεκδ. καὶ ἐπὶ ὀργάνων μουσικῶν καὶ γενικῶς πραγμάτων ἠχηρῶν κοιν.: Καμπάνα βραχνή. Βραχνὸ βιˬολὶ - κουδούνι κττ. || ᾎσμ. Φέρνει μπαιˬράκιˬα πράσινα, φέρνει βραχνὰ παιγνίδιˬα (ἐνν. ὁ Χάρως) Πελοπν. (Οἰν.) Συνών βραχνερὸς 1. 2) Βραγχώδης, σομφὸς, ἐπὶ φωνῆς κοιν.: Βραχνὴ φωνή. Βραχνὸ ψάλσιμο. Βραχνὸ μουρμοὺρισμα. Συνών. βραχνερὸς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA