βραχοκορφὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραχοκορφὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βραχοκορφὴ ἡ, Λεξ. Βλαστ. 372 βραχόκορφο τό, Λεξ. Βλαστ. 372.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βράχος καὶ κορφή. Ὁ τύπος βραχόκορφο κατὰ μεταπλασμὸν καθὼς καὶ δίκορφο καὶ τρίκορφο.
Σημασιολογία
Κορυφὴ βράχου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA