ἀνασοβῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασοβῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασοβῶ Ἤπ. ἀνασουφάου 'Ηπ. ᾿νεσουῶ Τῆλ. ἀνασουφι’ζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνεσουφίζω Ἤπ. ἀνισουφίζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνεσουΐζω Κάρπ. ἀνεσουΐντζω Κάρπ. (Ἔλυμπ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἆνασοβῶ = πτοῶ, φοβῶ.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) ’Αναταράσσω Κάρπ.: Παροιμ. φρ. Γιˬὰ ψύλλου πήημα ἀνεσουΐζει τὸν κόσμον (ἐπὶ τοῦ μικροφιλοτίμου). Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Λουκιαν Ζεὺς τραγῳδ. 30 «κόμη ἀνασοβουμένη. 2) Διερεθίζω, ἐξερεθίζω Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.): Μὴ μοῦ ἀνασουφίζεις τὸν πόνο Ἤπ. Τί τούν ἀνισούφ'σι κι κά’ ἔτσι; Ζαγόρ. Β) ᾿Αμτβ. 1) Παράγω θόρυβον, βομβῶ Κὰρπ. : ’Ενεσούηξεν ὁ χορὸς-τὸ μελίσσι. Συνών. βουΐζω. 2) Κινοῦμαι, σαλεύω, παρουσιάζω σημεῖα ζωῆς Τῆλ.: Κόμα ᾽νεσουᾷ. 3) Φλεγμαίνω καὶ πάλιν, ἐπί πληγῆς Ἤπ.: ᾿Ανεσούφησεν ἡ πληγή. 4) ᾿Αναλαμβάνω δυνάμεις, ἀναρρωννύω ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ.): Τοὺν εἴχαμαν γιˬὰ πιθαμένουν κὶˬ ἀνασόφ’σι. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναπιˬάνω 12.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/