βραχολούλουδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραχολούλουδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βραχολούλουδο τό, ΔΚαμπούρογλ. ἐν Ν. Ἑστ. 17 (1935) 359.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βράχος καὶ λουλούδι.

Σημασιολογία

Ἄνθος φυόμενον εἰς τοὺς βράχους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/