ἀνασόνιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασόνιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνασόνιν τό, Πόντ. (Οἰν.) ἀνασόνι Θρᾴκ. (Καλαμ. Σηλυβρ.) Προπ. (Πάνορμ) ἀνασό’ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Προπ. (Κύζ) ἀνασόν’ Πόντ. (Χαλδ.) ἀλασόνι ΜΦιλήντ. Γλωσσογν. 3,240 ἀλασό’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀνιςό’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἴμβρ. ἄνισόν’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. anason, ὅπερ ἐκ τοῦ Ἑλλην. *ἄννασον<ἄννησον. Καὶ οἱ τύποι ἀνισό’, ἀνισόν’ ἐκ τοῦ Τουρκ. Τύπου anison.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ἀνασονεˬὰ 1 ὅ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA