βραχόρρεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραχόρρεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βραχόρρεμα τό, Θρᾴκ. - Λεξ. Βλαστ. 373 Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βράχος καὶ ρέμα.
Σημασιολογία
Φάραγξ χειμαρρώδης μεταξὺ βραχωδῶν ὑψωμάτων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA