ἀχινεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχινεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχινεύω Χίος (Καρδάμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀχινὸς κατὰ τὸ ψαρεύω.
Σημασιολογία
Ἁλιεύω ἀχινούς. Συνών. ἀχινολογῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA