βρὲ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρὲ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επιφώνημα

Τυπολογία

βρὲ ἐπιφών. κλητικὸν μωρὲ σύνηθ. μουρὲ βόρ. ἰδιώμ. μῶρε Ἤπ. (Ἄρτ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. μώρ’ Ζάκ. Θεσσ. Πελοπν. κ.ἀ. μωρὲς Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Πελοπν. κ.ἀ. μουρὲ Ἀστυπ. Κάρπ. Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Νάξ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. μουρὲς Μακεδ. (Καστορ.) κ.ἀ. μούρ᾿ Σῦρ. μαρὲ Ἤπ. Θάσ. Θεσσ. Θρᾴκ. Ἴμβρ. Κάλυμν. Λέρ. Λῆμν. Μύκ. Πάρ. Πελοπν. Ρόδ. Σάμ. Σκῦρ. Στερελλ. Τῆν. κ.ἀ. μάρε Μύκ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) κ.ἀ. μάρι Θεσσ. Μακεδ. (Βλάστ. Χαλκιδ. κ.ἀ.) μάρ᾽ Πάρ. κ.ἀ. μαρὸ Βιθυν. μπρὲ σύνηθ. bρὲ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) πρὲ Θρᾴκ. (Αἶν.) Καππ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Χαλδ.) Ρόδ. Σύμ. Χίος κ.ἀ. ἐμπρὲ Προπ. (Κύζ. Πάνορμ.) κ.ἀ. ἐπρὲ Πόντ. (Ἀμισ.) ἴπρε Καππ. ἀμπρὲ Ἤπ. Μακεδ. (Καστορ.) ἀbρὲ Θρᾴκ. βρὲ κοιν. καὶ Τσακων. ἀβρὲ Θεσσ. βρὲς Ζάκ. ρὲ σύνηθ. ἀρὲ Β.Εὔβ. Θεσσ. Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ.) Σκίαθ. Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ. ἄρε Μακεδ. (Βλάστ.) ὠρὲ Κέρκ. Κύπρ. Κρήτ. Πελοπν. Σκίαθ. Στερελλ. κ.ἀ. ὤρε Ἤπ. Ρόδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ὠρὲς Ἤπ. Πελοπν. ὤρ᾽ Ἤπ. Θεσσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Δαμαρ.) ὤρα Στερελλ. (Καλοσκοπ. Παρνασσ.) βωρὲ Κέρκ. Κεφαλλ. βώρ’ Μεγίστ. Θηλ. μωρὴ σύνηθ. μουρὴ βόρ. ἰδιώμ. μ᾽ρὴ Μακεδ. (Χαλκιδ.) μουὴ Σαμοθρ. ἀμώρη Μακεδ. (Καστορ.) μώρ’ Καππ. (Ἀραβάν.) Μακεδ. (Σιάτ.) Πελοπν. (Βούρβουρ) κ.ἀ. μὼ Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Μακεδ. (Βογατσ.) Τῆν. μοὺ Σαμοθρ. μαρὴ Βιθυν. Εὔβ. Θεσσ. Θρᾴκ. Καππ. Λευκ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Ἀρν. Ζουπάν. Θεσσαλον. Νιγρίτ. Πάγγ. Σισάν. Χαλκιδ.) Μεγίστ. Μύκ. Πάρ. Προπ. (Κύζ. Πάνορμ.) Ρόδ. Σάμ. Στερελλ. Χίος κ.ἀ. μάρ’ Β.Εὔβ. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Μύκ. μαὴ Κῶς πρὴ Ρόδ. βρὴ Κύπρ. Λέσβ. Σλῦρ. κ.ἀ. βρὰ Κύπρ. ρὰ Κύπρ. ἀρὴ Εὔβ. Θεσσ. Θρᾴκ. Σκίαθ. Στερελλ. κ.ἀ. ἄρη Χίος (Πυργ.) ὠρὴ Ἤπ. Κέρκ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. κ.ἀ. οὖρὴ Στερελλ. κ.ἀ. βωρὴ Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Κέρκ. Τένεδ. βουρὴ Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς κλητικῆς μωρὲ τοῦ ἐπιθ. μωρός. Ἰδ. Κορ. Ἄτ. 5,33 – 4 καὶ Byzant. Zeitschr. 3, 158–9 ἐκ τοῦ Ἑνετ. varé = ἴδετε. Ὁ τύπ. μαρὲ κατὰ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 30 ἐκ συμφύρ. τοῦ μωρὲ καὶ ἀρέ, ὃ ἐκ τοῦ ἆ ρέ. Καὶ οἱ τύπ. ἀμπρὲ καὶ ἀβρὲ ἐκ τοῦ ἐπιφων. ἆ καὶ τοῦ μπρέ, βρέ, τὸ δὲ ἐμπρὲ ἐκ τοῦ κλητικοῦ ἐπιφων. ἔ καὶ τοῦ μπρέ.

Σημασιολογία

Ἡ λέξις εὐχρηστεῖ 1) Εἰς τὴν κλητικὴν προσφώνησιν ἀντὶ τοῦ ἀρχαίου ὦ, ἀλλ’ ἡ χρῆσις της εἰς τὴν κοινὴν ἐμφαίνει πάντοτε ἀπρέπειαν καὶ προσβολήν, μόνον δὲ εἰς κλήσεις πρὸς οἰκεῖα πρόσωπα καὶ εἰς ἰδιώματά τινα, οἷον ἐν Πόντῳ καὶ ἀλλαχοῦ, ἀπέβαλε τὴν κακὴν σημασίαν καὶ λέγεται ἁπλῶς ἀντὶ τοῦ ὦ: Βρὲ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τ᾽ εἶν᾽ αὐτὰ ποῦ κάνεις; Βρὲ καλέ μου, βρὲ χρυσέ μου, δὲν ἀκούς τί σοῦ λέω; Βρὲ ἀδερφέ, σπουδαῖο πρᾶμα ἦταν νὰ τὸ κάνῃς; κοιν. || Φρ. Μωρὲ τ’ εἶναι τοῦτο! (ἐπὶ ἀπροσδοκήτου πράγματος ἢ γεγονότος) σύνηθ. Βρὲ εἶπα, βρὲ ἔκανα (ἂν καὶ εἶπα, ἂν καὶ ἔκανα) Λέσβ. Ἡ χρῆσις αὕτη ἤρχισεν ἤδη ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους χρόνους. Πβ. Ἀριστοφ. Νεφ. 398 «καὶ πῶς, ὦ μῶρε σὺ καὶ Κρονίων ὄζων καὶ βεκκεσέληνε!» β) Τὸ bρέ μου οὐσ., ἡ σύζυγός μου Κεφαλλ. 2) Εἰς δήλωσιν ἐκπλήξεως καὶ θαυμασμοῦ καὶ τῶν παραπλησίων αἰσθημάτων ἐπὶ γεγονότων ἀνελπίστων, πραγμάτων ὑπερβολικῶν ἢ ἀπροσδοκήτων κττ. κοιν.: Βρέ, κακὸ ποῦ ’παθα - πῶς τὴν ἔπαθα! κττ. Βρέ, μάτιˬα μου! Βρέ, ἀναίδεια – ζημιˬὰ - ζέστη - κρύο! κττ. κοιν. || Φρ. Βρὲ, καλῶς τονε! (ἐπὶ ἀπροόπτου ἐπισκέψεως φιλικοῦ προσώπου). Βρὲ, τὸν ἀθεόφοβο - τὸν κατεργάρι - τὸν κύριο! (ἐπὶ πράξεως ἀπροσδοκήτου προσώπου τινός). Βρέ, τὸ φίλο! (ὅταν ἀνακαλύπτωμεν τὴν πρὸς ἡμᾶς δολιότητα ἀνθρώπου τινὸς) κοιν. Βρέ, δουλει͜ὰ μεγάλη! (ἔκφρασις περιφρονήσεως ἐπὶ ἀγγελίᾳ ἀτυχήματος) πολλαχ. Βρέ, τὸ σκασμένο! (ἔκφρασις λύπης δι’ ἀτύχημα) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πβ. ἆ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/