βρέξι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρέξι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βρέξι ἡ, Ἤπ. Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βρέξις = βροχή, βρέξιμον, ὕγρανσις.

Σημασιολογία

1) Ἐλάχιστόν τι Κρήτ.: Μνιˬὰ βρέξι. Συνών. βρεξεˬά, στάλα. 2) Τὸ βρεγμένον μέρος Ἤπ.: Φρ. (παιδιᾶς) Τί παίρνεις, στέγν’ ἤ βρέξι; Συνών. βρέγμα 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/