ἀνασπαράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασπαράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασπαράζω ἀμάρτ. ἀνασπαράζου Εὔβ. (Κονίστρ.) ἀνασφαράσσω Εὔβ. (Ὀξύλιθ.) ἀνασφαράζου Εὔβ. (Κύμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. σπαράζω.
Σημασιολογία
1) ᾿Ασπαίρω ἔνθ’ ἀν.: Ἀνασπαράζει τὸ ψάρι Κονίστρ. Ἀνασφαράζει τὸ ἀρνὶ ἀκόμα Κύμ. Συνών. σπαρταρῶ. 2) Κινοῦμαι σπασμωδικῶς, συσπῶμαι, ἅλλομαι, ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ.): ᾿Ανασπαράζει τὸ μάτι μου (τὸ τοιοῦτον θεωρεῖται ὑπὸ τοῦ λαοῦ ὁτὲ μὲν ὡς καλός, ὁτὲ δὲ ὡς κακὸς οἰωνὸς) Συνών. ἀναπεταρίζω 2 ἀναπετάρω, ἀναπετῶ 6, παίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA