ἀνασπασμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασπασμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνασπασμὸς ὁ, ΚΚρυσταλλ 'Εργα 2,109 ΓΜαρκορ Ποιητ ἔργ. 77-Λεξ. Περιδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνασπάζομαι.

Σημασιολογία

᾿Ανάσπασμα, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Εἶχε γιˬομόσει κόσμον ἡ ἐκκλησία καὶ μέσα καὶ ’ς τὴν αὐλὴ ἀκόμα, οἱ εἰκόνες δὲν ἐπρόφταιναν νὰ πάρουν ἀνασπασμοὺς ΚΚρυσταλλ ἔνθ’ ἀν. ‖ Ποίημ. Τ᾿ ἀνασπασμοῦ σου νὰ γευτῶ τὴν ἄπειρη γλυκάδα ΓΜαρκορ. ἔνθ’ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/