βρεσιμα͜ιὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρεσιμα͜ιὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βρεσιμα͜ιὸς ἐπίθ. Μύκ. κ.ἀ. Θηλ. βρεσιμαι͜ὰ Κύπρ. Οὐδ. βρεσιμαι͜ὸ πολλαχ. βρισιμαι͜ὸν Κάρπ. εὑρισκιμαι͜ὸ Σύμ. βρεσίμαι͜ο Κρήτ. βρισίμαιο͜υ Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βρέσιμο, δι’ ὃ ἰδ. βρέσιμος, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιμαι͜ός. Εἰς τὸν τύπ. βρισιμα͜ιὸν τὸ ι διὰ τὸ βρίσκω.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον εὑρίσκει τις τυχαίως καὶ ὁ ὁποῖος δὲν ἀνήκει εἰς τὸν εὑρίσκοντα Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Σαλαμ. κ.ἀ.: Ὁ σταυρὸς ποῦ φορεῖ εἶναι βρεσιμα͜ιός, ὄχι ἀγορασιμα͜ιὸς Μύκ. Τσάπα βρεσιμα͜ιὰ Κύπρ. Πρᾶμα βρεσιμα͜ιὸ πολλαχ. Ἀντειὸν βρεσιμαι͜ὸν Κύπρ. Παιδὶν βρεσιμαι͜ὸν (ἔκθετον) αὐτόθ. Βρεσίμαι͜ο ’ναι καὶ δὲ dὸ ᾿γόρασα Κρήτ. 2) Οὐδ. οὐσ. α) Βρεσίδι 1, ὃ ἰδ., πολλαχ.: Παροιμ. Τοῦ φτωχοῦ τὸ βρεσιμαι͜ὸ ἢ καρφὶ ἢ πέταλο Λεξ. Δημητρ. Τοῦ φτωχοῦ τὸ βρισιμαι͜ὸν εἶναι κουτσουλόκαρφον Κάρπ. β) Βρέφος ἔκθετον πολλαχ.: Ἡ ψυχοπαίδα του εἶναι βρεσιμαι͜ό. Συνών. βρετούνι, βρετὸ (ἰδ. βρετὸς Β1), βρετουδάκι. γ) Ἀμοιβὴ διδομένη εἰς τὸν εὑρόντα πρᾶγμά τι ἀπολεσθὲν Κάρπ.: Ὅποι͜ος τὸ βρῇ θὰ πάρῃ βρεσιμαι͜όν. Συνών. βρετίκι 1, βρετικὸ (ἰδ. *βρετικὸς 2).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/