βρέσιμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρέσιμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βρέσιμος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. βρέσιμον τό, Μεγίστ. βρέσιμο σύνηθ. βρέσ’μου βόρ. ἰδιώμ. βρέ’μου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βίισ’μου Σαμοθρ.

Ετυμολογία

Ἐκ παλαιοῦ ἀμαρτ. οὐσ. εὑρέσιμος, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. εὕρεσις καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιμος.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ δυνάμενος νὰ εὑρεθῇ Λεξ. Δημητρ.: Ἀπὸ τ’ ἀχνάριˬα ποῦ ἄφησε ὁ κλέφτης εἶναι βρέσιμος. Τέτοι͜οι δουλευτᾶδες δὲν εἶναι πεˬὰ βρέσιμοι. Μικρούλλιˬα πράματα, σὰν πέσουνε ’ς τὸ γιˬαλό, δὲν εἶναι πεˬὰ βρέσιμα. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον συναντᾷ τις, ὁ εὑρισκόμενος Λεξ. Δημητρ.: Παροιμ. ’Σ τὴν Πόλι ὅποι͜ος καλόγερος, βρέσιμος ’ς τὴν κόλασ’ (ὁ ζῶν εἰς τόπον ἁμαρτωλῶν γίνεται καὶ αὐτὸς ὅμοιος). Β) Οὐδ. οὐσ. 1) Τὸ νὰ εὑρίσκῃ τις, εὕρεσις σύνηθ.: Γιˬὰ τὸ βρέσιμο τοῦ δαχτυλιδιˬοῦ χασομερήσαμε δυˬὸ ὧρες σύνηθ. Κάνι δὰ ντ’ ἀπόφασ’ νὰ μπαντιιφτῇς κὶ γιˬὰ τοὺ βίισ’ μου τ’ς νύφ’ς μὴ νοι͜άζισι (ντ’ = τήν) Σαμοθρ. 2) Βρεσίδι 1, ὅ ἰδ., σύνηθ.: Παροιμ. Τοῦ φτωχοῦ τὸ βρέσιμο ἢ καρφὶ ἢ πέταλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/