ἀνασπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασπῶ Ἀθῆν. Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Δ.Κρήτ. Κύπρ.-Λεξ. Βλαστ ἀνασπάω Κύπρ. ἀνασποῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνεσπῶ Ἄνδρ. Βιθυν. (Νίκ.) Θήρ. Θρᾴκ. ᾿Ιων (Κρήν.) Κάρπ. Α.Κρήτ. Μεγίστ. Νίσυρ. Σιφν Τῆν. Χίος ἀνεσπάω Λεξ. Μπριγκ ἀνισπῶ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ᾿νεσπῶ Ἀμοργ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἰκαρ. Κάρπ. Κάσ. Νίσυρ. Συμ ἀνεσπάζω Ἄνδρ (Κόρθ.) ἀνεσπάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿νεσπίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

Τὸ άρχ. ἀνασπῶ. Τὸ ἀνεσπῶ καὶ μεσν. Πβ. Διγεν Ἀκρίτ. στ. 1879 (ἔκδ. SLambros) «τὰ μάγουλα καὶ τὰ μαλλιὰ ὅλα τῆς κεφαλῆς της | νὰ ᾶνεσπᾷ καὶ μὲ καμὸ νὰ κλαίγῃ τὸ παιδί της». Καὶ τὸ ἀνασπάζω μεσν Πβ. Βέλανδρ. καὶ Χρυσάντζ. στ. 695 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ σ. 235) «πάραυτα τὴν καρδίαν του σύρριζον ν᾿ ἀνασπάζουν» καὶ ᾿Απολλων. Τυρ Διήγ. στ. 619 «τὰς τρίχας του ἐνέσπαζεν, τὸ πρόσωπόν του δέρνει».

Σημασιολογία

Α) Μετβ 1) ᾿Ανέλκω, ἀνασύρω τὴν ἄγκυραν Ἰκαρ. : Τὸ καράβι ᾿νέσπασε. Συνών. σηκώνω . 2) Ἐκριζώνω, ἐπὶ φυτῶν καὶ τριχῶν ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ανεσπῶ τὸ δέdρο Θήρ. Τῆν-Λεξ. Βλαστ. Ἀνεσπῶ τὰ χόρτα Καρπ κ. ἀ. Ἀνέσπασα τ᾿ς bαμεˬὲς Τῆν. Ἀνεσπῶ τοὶς κουκκεˬὲς Χίος Ἀνεσπῶ τὴ λεμονεˬὰ-τοὶς ἀbελε͜ιὲς Θήρ. Ἀνεσπῶ τοὶς τρίχες Τῆν. ᾿Νεσπῶ τὰ μαλλιˬὰ Κάρπ. Σαρεκκλ. Ἄρχεψε νὰ τραυᾷ τὰ ροῦχα της καὶ νὰ ᾽νεσπίζῃ τὰ μαλλιˬά της αὐτόθ. Θὰ ᾿νεσπίσω τὰ μαλλιˬά σ’ (ἀπειλὴ) αὐτόθ. ‖ Παροιμ. Ἄλλοι ᾿πιθυμοῦν τὰ γένεια κιˬ ἄλλοι ἀνασποῦν καὶ ρίχνουν τα (ἄλλοι. στεροῦνταί τινος καὶ ἄλλοι ἔχοντες τοῦτο τὸ περιφρονοῦν) Λιβύσσ. ‖ ᾊσμ, Μερτεˬά μου χρυσοπράσινη, ἀκριοκανακαρά μου, νὰ μπόρουν νὰ σ᾽ ἐνέσπαα, νὰ σ’ ἤφερνα κοντά μου Κάσ. ’Σ τοῦ Κωνσταντίνου τό μνημε͜ιό ἀνέσπα τὰ μαλλιˬά της Χίος Καλ᾿, εἷντα κάθομαι κιˬ ἀργιˬῶ κ’ ᾽ὲ μοῦ ’ρχεται νὰ σκάσω καὶ τῆς κορφῆς μου τὰ μαλλιˬὰ νὰ πάρω ν᾽ ἀνεσπάσω (μοιρολ.) Ἀμοργ. Τὰ μάτιˬα σου τὰ ὄμορφα ὃdας στραφοῦ καὶ δοῦσι τὸ νοῦ τ᾽ ἀνθρώπου παίρνουσι καὶ τὴ gαρδιˬὰ ἀνεσποῦσι Θήρ. ᾿Ενέσπασές μας τὴν καρδιˬὰ συναίματην μὲ τὄμα σὰν ποῦ ᾿νεσποῦν τὴ λεμονεˬὰ ’πουμέσα ᾿ποὺ τὸ χῶμα (μοιρολ. τὄμα = τὸ αἷμα) Συμ. Ζωήν κιˬ ἂν εἶχα πῆρες την, ψυχὴν κιˬ ἀνέσπασές την, γιˬὰ πές μου, χαδεμένη μου, ποῦ πῆγες κ᾿ ἔρριξές την; Ἄνδρ. ‖ Αἴνιγμ. Γονατίζω καὶ τὴ βάνω | κιˬ ἀνασπῶ νὰ τὴνε βγάνω (τὸ κρόμμυον) Κρήν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Ριμάδ. περὶ Βελισσαρ στ. 345 (ἕκδ. Wagner σ. 358) «καὶ ἄρχοντες νὰ κλαίουσι καὶ νὰ θρηνολογοῦνται, | νὰ ἀνασποῦν τὰ γένειά τους καὶ νὰ μοιρολογοῦνται» καὶ Βέλθανδρ. καὶ Χρυσάντζ. στ. 1152 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ σ. 250) «σύρριζον τὴν καρδίαν της ἀνέσπασεν ἡ λύπη». Συνών. βγάνω, ξεκολώνω, μαδῶ, ξερριζώνω. Β) Ἀμτβ. 1) Ὑπὸ πόνου συσπῶμαι, ἀλγῶ σφόδρα Ἄνδρ (Κόρθ.) : Τὰ ποδάριˬα μ᾿ ἀνεσπούσανε. 2) Ἀνορθοῦμαι, φρίττω, ἐπὶ κόμης Ανδρ (Κόρθ.) : Ἀνεσπάζουνε τὰ μαλλιˬά του. Συνών. ἀνακατσιˬάζω 1β ἀνακατσουλλώνω. Πβ. ἀνακατσαρώνω 2, *ἀνακατσουριˬαίνω 2, *ἀνασκαντζιˬάρομαι, ἀνατριχιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/