ἀρκουδόγυφτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρκουδόγυφτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρκουδόγυφτος ὁ, Ζάκ. Κεφαλλ. Λευκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Τριφυλ.) Σῦρ. κ.ἀ. ἀρκουδόγυφτους Μακεδ. (Βελβ.) κ.ἀ. ἀρκουδόγιˬουφτους Μακεδ. (Βλάστ.) ἀρκουδόϋφτους Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Θηλ. ἀρκουδογύφτισσα ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,217.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀρκούδα καὶ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Γύφτος.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἀθίγγανος περιάγων τιθασευμένην ἄρκτον πρὸς χρηματισμόν, ἀρκτοτρόφος Ζάκ. Κεφαλλ. Λευκ. Μακεδ. (Βελβ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Τριφυλ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Σῦρ. κ.ἀ.: Φρ. Ἀρκουδόγυφτοι ἤρθανε; μεγάλη φτώχε͜ια φέρανε (ἡ ἄφιξις εἰς ἕνα τόπον ἀρκτοτρόφων θεωρεῖται ὡς ἀπαίσιος οἰωνὸς προαγγέλλων πτωχείαν) Τριφυλ. || Ποίημ. Ξεγύμνωσαν τὰ στήθηˬα του κ’ ἐφάνηκε᾽ς τὸν ἥλιˬο ἀπόκρυφη λαβωματεˬά, πλευρώνουν τὴν κρεμάλα γριὲς ἀρκουδογύφτισσες καὶ μὲ τὰ δοκανίκια τοῦ δέρνουνε τὸ πρόσωπο ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 2) Χαλκεὺς Λευκ. Β) Μεταφ. 1) Ἄνθρωπος ὑψηλὸς καὶ μελαψὸς Μακεδ. (Βλαστ.) 2) Ἄνθρωπος χυδαῖος Ζάκ. Κεφαλλ. κ.ἀ. 3) Ὁ ζῶν ἐν ἀθλιότητι Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/