βρέφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρέφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρέφος τό, λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.) Σύμ. κ.ἀ. βρέφον Πόντ. (Κοτύωρ.) βρέφο Ἤπ. Θήρ. Μακεδ. (Καστορ.) βρέχος Κρήτ. Κύπρ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. βρέχους Θεσσ. βρέχου Ἤπ. βρέθους Μακεδ. (Σισάν.) βρέφνο Κεφαλλ. βρέχνος Κεφαλλ. βρέχνο Κεφαλλ. βράχνους Λυκ. (Λιβύσσ.) φρέφος Ἰκαρ. Πόντ. ρέφος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πόντ. (Ἀμισ.) γρέφιˬου Λῆμν. Πληθ. βρέφα Ἤπ. Μακεδ. (Καστορ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βρέφος. Ὁ τύπ. βρέχος ἐκ τροπῆς τοῦ φ εἰς χ κατ’ ἀνομοίωσιν πρὸς τὸ β.

Σημασιολογία

Νεογέννητον παιδίον, νήπιον ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι παιδὶ βρέφο Θήρ. Μὲ τὸ βρέχος τά ’βαλε Ρόδ. Βρέχος παιδὶ Σύμ. Βράχνους μουρὸν Λιβύσσ. Συνών. βρεφούδι, βρεφούλλι, μωρὸ (ἰδ. μωρός).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/